Γυναικοκτονία: Όρος με ιδιαίτερη δυναμική που τον τελευταίο καιρό αναπαράγεται με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα γύρω μας, καλύπτει αμέτρητες τηλεοπτικές ώρες, φιγουράρει στο διαδίκτυο από ειδησεογραφικούς ιστότοπους μέχρι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και προκαλεί το ενδιαφέρον. Ήδη μάλιστα, το φαινόμενο στη χώρα μας έχει εξελιχθεί σε μάστιγα και έχει συγκλονίσει το πανελλήνιο, καθώς έχουν καταγραφεί 17 δολοφονίες μέσα στο 2021!

Το θέμα έγινε πρόσφατα αφιέρωμα στον Guardian, που αναφέρει χαρακτηριστικά: «Δικηγόροι και ακτιβιστές επισημαίνουν τους όρους του ελληνικού ποινικού κώδικα που υποστηρίζουν ότι ενισχύουν την κουλτούρα ανοχής στη βία κατά των γυναικών. Αυτοί οι όροι οδηγούν σε μείωση της ποινής των κατηγορούμενων για ανθρωποκτονία σε περίπτωση που το θύμα “τους προκάλεσε” ή το έγκλημα έγινε εν βρασμώ ψυχής – συχνά αναφέρονταν σ’ αυτό σαν “έγκλημα πάθους” – ή αν ο κατηγορούμενος είχε πρότερο έντιμο βίο και, μετά τον φόνο, μετανόησε. Λένε ότι η προσθήκη του όρου “γυναικοκτονία” στον ποινικό κώδικα θα λειτουργήσει ως αντίβαρο, αφαιρώντας από τους θύτες την ευκαιρία να παρουσιαστούν ως αθώοι άνδρες που ξαφνικά ένιωσαν το συναίσθημα να τους κυριεύει και να δικαιολογήσουν τον φόνο».
Μεγάλη είναι η συζήτηση για το αν το φαινόμενο της γυναικοκτονίας πρέπει να τυποποιηθεί ως διακριτό ποινικό αδίκημα, καθώς έως τώρα, σε επίπεδο ποινικής αντιμετώπισης στη χώρα μας, τυποποιείται στη διάταξη του άρθρου 299 του Ποινικού Κώδικα, που τιμωρεί την ανθρωποκτονία (μετά και την τελευταία και λίαν πρόσφατη τροποποίηση – αυστηροποίησή του) με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης («Όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη»), και μόνο αν η πράξη τελέστηκε «σε βρασμό ψυχικής ορμής», επιβάλλεται πρόσκαιρη κάθειρξη, δηλαδή 5-15 ετών.
Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης, τη στηρίζουν κυρίως στο επιχείρημα ότι η αφαίρεση – πολλές φορές με τους πιο ειδεχθείς τρόπους – της ζωής μιας γυναίκας από τον σύντροφο ή σύζυγο, γίνεται κυρίως επειδή είναι γυναίκα. Μάλιστα, είναι μια αδήριτη πραγματικότητα ότι η πανδημία έχει εντείνει τα φαινόμενα πάσης φύσεως ενδοοικογενειακής βίας, καθώς ο εγκλεισμός για μήνες στο ίδιο σπίτι δημιούργησε πρόσφορο έδαφος, αλλά και διότι λόγω των υφιστάμενων περιορισμών δεν ήταν εύκολο για τα θύματα να ζητήσουν βοήθεια. Οι ίδιοι επιχειρηματολογούν ότι είναι άκρως απαραίτητο να ξεφύγουμε από την παρωχημένη και – ίσως και – επικίνδυνη λογική του «εγκλήματος πάθους», που συνήθως ελαφραίνει την ποινική μεταχείριση του δράστη, και να προσανατολιστούμε προς την αντίθετη κατεύθυνση, αυτή της καθιέρωσης του εγκλήματος της γυναικοκτονίας ως ξεχωριστής και επιβαρυντικής μορφής ανθρωποκτονίας. Ευελπιστούν δε, ότι η διάκριση μεταξύ ανθρωποκτονίας και γυναικοκτονίας, θα διευκολύνει τις αρχές να συλλέγουν στοιχεία και στατιστικά, ενώ και το νομικό σύστημα θα μετέρχεται αποτελεσματικότερους τρόπους πρόληψης και αντιμετώπισής του και αυτά με τη σειρά τους θα ευαισθητοποιήσουν ακόμη περισσότερο την κοινή γνώμη πυροδοτώντας δράσεις, οργανώσεις και πρωτοβουλίες για την προστασία των γυναικών.
Μάλιστα πρόσφατα και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλης Πλιώτας, άνοιξε για πρώτη φορά, εμμέσως πλην σαφώς το ζήτημα της τυποποίησης της «γυναικοκτονίας» ως ξεχωριστό αδίκημα στον Ποινικό Κώδικα. Ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός, με εγκύκλιό του προς τους Εισαγγελείς της χώρας, σε μια εξαιρετικά εμπεριστατωμένη νομική προσέγγιση του ζητήματος της ενδοοικογενειακής βίας, θέτει στην δημόσια – νομική – συζήτηση το θέμα της τυποποίησης της γυναικοκτονίας ως αυτοτελούς αδικήματος: «Με αφορμή αυτές τις καταστάσεις και στη χώρα μας, ευρέως, οι περιπτώσεις αφαίρεσης της ζωής γυναίκας, ιδίως από σεξιστικά κίνητρα, «λόγους τιμής», σκοπούς εμπορίας ανθρώπων και οικονομική εκμετάλλευση, αποδίδονται με τον όρο «γυναικοκτονία» και γίνεται λόγος για ανάγκη διακριτής τυποποιημένης ποινικής πρόβλεψης ή και για αναγωγή αυτής ως διακεκριμένης παραλλαγής της ανθρωποκτονίας του άρθρου 299 ΠΚ. Διεθνώς, σε αρκετές χώρες, καθώς το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό αλλά έχει προσλάβει παγκόσμιες διαστάσεις, υιοθετήθηκε και νομοθετικά η θεώρηση αυτή».
Δεν ξέρουμε αν η πρόσφατη εγκύκλιος του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου θα είναι ο προάγγελος προσαρμογής του νομικού πλαισίου για τις γυναικοκτονίες. Το σίγουρο είναι πάντως ότι εκεί όπου τα αντανακλαστικά της κοινωνίας επιβραδύνονται από παγιωμένα στερεότυπα, τα αντανακλαστικά του νόμου οφείλουν να είναι άμεσα και αποτελεσματικά.
Γράφει ο Ανδρέας Ε. Ταγαράκης
Δικηγόρος παρ´ Αρείω Πάγω και ΣτΕ
ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου Α.Π.Θ.