Στέλιος Κυμπουρόπουλος: «Δουλεύοντας για το μέλλον»

You are currently viewing Στέλιος Κυμπουρόπουλος: «Δουλεύοντας για το μέλλον»

Ψυχίατρος, Ευρωβουλευτής αλλά και παράδειγμα για χιλιάδες ανθρώπους. Αυτή είναι μία σύντομη περιγραφή του Στέλιου Κυμπουρόπουλου, ενός αγωνιστή της ζωής που απέδειξε έμπρακτα πως καμία μορφή αναπηρίας δεν μπορεί να καθηλώσει το πνεύμα, δεν μπορεί να βάλει ταβάνι στα όνειρα και τους στόχους. Ως λαμπρός πλέον επιστήμονας και μέλος της κοινοβουλευτικής ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ), δουλεύει ακούραστα για τη δημιουργία μίας καλύτερης καθημερινότητας – κι όχι μόνο για ανθρώπους με κινητικούς περιορισμούς. Είχαμε τη χαρά και τιμή να μιλήσει στο F-Magazine και τις πρωτοβουλίες και το όραμά του, την πανδημία αλλά και τους τομείς που η χώρα μας αλλάζει, στο δρόμο για ένα πιο δίκαιο αύριο.


Πλέον, εκτός από αξιόλογος επιστήμονας, είστε και Ευρωβουλευτής με τη λήψη πολλών χιλιάδων ψήφων εμπιστοσύνης από τους Έλληνες πολίτες. Πόσο διαφορετική είναι αυτή η ιδιότητα για εσάς και κατά πόσον σας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στο όραμά σας για έναν πιο δίκαιο κόσμο;

Μπορεί εκ πρώτης όψεως η ψυχιατρική και η πολιτική ιδιότητα να μοιάζουν αντίθετες μεταξύ τους, καθώς η πρώτη εστιάζει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του ατόμου, ενώ η δεύτερη στην ενίσχυση των δυνατοτήτων του κοινωνικού συνόλου. Ωστόσο, αν παρατηρήσει κανείς λίγο πιο προσεκτικά τη μεταξύ τους σύνδεση, θα συνειδητοποιήσει, ότι και οι δύο επιχειρούν να οδηγήσουν, μέσα από διαφορετικά φυσικά μονοπάτια, στην ευημερία των ανθρώπων.

Όταν μου ανατέθηκε το πολιτικό αξίωμα του Ευρωβουλευτή, αισθάνθηκα βαθιά συγκίνηση, χαρά και τιμή, που οι Έλληνες πολίτες με εμπιστεύτηκαν με την ψήφο τους. Έτσι, ήδη από την έναρξη της θητείας μου μέχρι και σήμερα, καταβάλω καθημερινά, κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να φανώ αντάξιος των προσδοκιών τους, να φέρω εις πέρας με υπευθυνότητα την κοινωνική μου δέσμευση απέναντί τους αλλά και να εκπληρώσω κάποιους από τους στόχους που έθεσα με την έναρξη της θητείας για προσπάθεια αλλαγής στην καθημερινότητα των συμπολιτών μου.

Πάντοτε σκεφτόμουν με έναν τρόπο ολιστικό και συμπεριφερόμουν με βάση την αρχή της συλλογικότητας στη ζωή μου. Η δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων, έτσι ώστε όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι να μπορούν να ζήσουν μία όσο το δυνατόν πιο υγιή, ελεύθερη, δίκαιη και ευτυχισμένη ζωή βρίσκονταν πάντοτε και συνεχίζει να παραμένει στο επίκεντρο της σκοποθεσίας μου τόσο ως ψυχιάτρου και πολιτικού, αλλά όσο και ως ανθρώπου.

Η πρόσφατη διάδοση του COVID-19 αποτέλεσε μία πρωτόγνωρη συνθήκη, κατά την οποία, όλοι μας κληθήκαμε να αναπροσαρμόσουμε ορισμένα στοιχεία από την καθημερινότητά μας, προκειμένου να προστατέψουμε την υγεία μας. Ποιες πιστεύετε ότι είναι οι σημαντικότερες προκλήσεις, που αντιμετώπισαν τη συγκεκριμένη περίοδο οι πολίτες με αναπηρίες;

Οι επιπτώσεις της πανδημίας στην καθημερινότητα των ανάπηρων ατόμων θεωρώ πως ήταν εξαιρετικά επώδυνες και θα αναφερθώ εν συντομία στις κυριότερες εξ αυτών. Όπως ήδη γνωρίζετε, κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου, οι περισσότεροι συμπολίτες μας κλήθηκαν να απομακρυνθούν από το κοινωνικό πλαίσιο της υγείας, της εκπαίδευσης, της εργασίας, αλλά και της κοινωνικοποίησης γενικότερα, προκειμένου να μπορέσουν να προστατευτούν. Λαμβάνοντας υπόψη πως οι ανάπηροι στη χώρα μας ήδη αντιμετώπιζαν περιορισμούς, στους προαναφερθέντες τομείς, και πριν την πανδημία, καταλαβαίνετε, πόσο μακριά από κάθε έκφανση της ζωής, είναι τώρα. Για παράδειγμα, αν κάποιος χάσει τη δουλειά του λόγω της πανδημίας κι είναι δύσκολο να βρει μια νέα, σκεφτείτε πόσο πιο δύσκολο θα είναι για έναν ανάπηρο που στατιστικά μαστίζεται περισσότερο από την ανεργία. Αν είναι επικίνδυνο για όλους να διεκπεραιώνουν καθημερινές τους υποχρεώσεις, να μετακινούνται, να επισκέπτονται υπηρεσίες, να λαμβάνουν ιατρική φροντίδα με ασφάλεια, πόσο ανεπίτρεπτο έχει γίνει και για τους ανάπηρους.

Για τους ανθρώπους, που χρειάζονται περιοδική προσωπική υποστήριξη, η ανάγκη για περιορισμό των κοινωνικών τους συνδιαλλαγών πιθανότατα ενέτεινε την αίσθηση του αβοήθητου. Ανησυχώ όμως περισσότερο για τους ανθρώπους που ζουν σε κλειστές μονάδες, όπως γίνεται με πολλούς ανάπηρους ενήλικες, παιδιά αλλά και ηλικιωμένους. Αυτός ο συλλογικός τρόπος διαβίωσης, πολλαπλασιάζει τον κίνδυνο προσβολής από τον ιό. Σύμφωνα με έρευνες κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας, το 50% των συνολικών θανάτων αφορούσε άτομα που ήταν ιδρυματοποιημένα, κυρίως ηλικιωμένους και ανάπηρους ενήλικες. Στη χώρα μας, προς το παρών διασπορά έχει γίνει μόνο σε δομές ηλικιωμένων, με τραγικές συνέπειες ενώ σε αυτό το «κύμα» ελπίζω να μην έχουμε αντίστοιχες καταστάσεις και σε δομές με ανάπηρα άτομα. Επιπρόσθετα, σε αυτούς τους χώρους είναι πιο δύσκολο να τηρηθούν οι συνθήκες υγιεινής, να περιοριστεί το βοηθητικό προσωπικό που έρχεται σε καθημερινή επαφή με τους ενοίκους, οι οποίοι επίσης, σε περιπτώσεις νοητικής βλάβης είναι δύσκολο να επικοινωνήσουν τα συμπτώματα της ασθένειας. Οι ήδη περιορισμένες κοινωνικές επαφές που είχαν τα ιδρυματοποιημένα άτομα, μέσω των επισκεπτηρίων ή λιγοστών εξόδων, έχουν πια απαγορευτεί, με ό,τι συνέπεια μπορεί να έχει αυτό στην ψυχική τους υγεία, ο εγκλεισμός που βιώνουν πια είναι καθολικός αλλά και εγκληματικά επικίνδυνος. Ολοκληρώνοντας, μία ακόμα σημαντική διάσταση, την οποία τόνισε η έκθεση του Π.Ο.Υ. και στην οποία θεωρώ πως είναι σημαντικό να εστιάσουμε, είναι στο ενδεχόμενο της αύξησης των κρουσμάτων ενδο-οικογενειακής βίας και της αυξημένης επίδειξης κακοποιητικών συμπεριφορών απέναντι στα ανάπηρα άτομα και κυρίως απέναντι στις ανάπηρες γυναίκες, κατά τη διάρκεια της εξάπλωσης της πανδημίας και της επικράτησης των απαγορεύσεων. Αυτή είναι μία διάσταση, την οποία θα πρέπει να διερευνήσουμε άμεσα και στη χώρα μας.

Έχοντας άκρως ενεργό ρόλο στο Ευρωκοινοβούλιο, πρόσφατα αποστείλατε μία επιστολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με την ανάγκη αναγνώρισης των επιπτώσεων του COVID-19 στην Ψυχική Υγεία. Πόσο σημαντική θεωρείτε τη συγκεκριμένη διάσταση και πως αντέδρασαν οι συνάδελφοί σας απέναντι στη συγκεκριμένη πρωτοβουλία;

Θεωρώ τη μεταβλητή της Ψυχικής Υγείας ακρογωνιαίο λίθο της καθημερινής μας δραστηριοποίησης και βασικό συντελεστή για την ευημερία κάθε ανθρώπινης ύπαρξης. Είμαι υποστηρικτής της άποψης, ότι δεν νοείται υγεία, χωρίς να έχει διασφαλιστεί και η ψυχική υγεία. Κατά τη διάρκεια της εξάπλωσης της πανδημίας, το άγχος, ο φόβος, η αγωνία, η αβεβαιότητα για το μέλλον και η αίσθηση του αβοήθητου ήταν και συνεχίζουν να παραμένουν αρκετά ισχυρά στοιχεία στο προσκήνιο της σκέψης των περισσότερων ανθρώπων. Η συγκεκριμένη υγειονομική «κρίση» σε συνδυασμό με ορισμένες βιολογικές παραμέτρους, αλλά και προσωπικά βιώματα ζωής, θα μπορούσε να οδηγήσει στην ψυχολογική επιβάρυνση και στην εκδήλωση συμπτωμάτων άγχους και κατάθλιψης σε αρκετούς από εμάς. Μάλιστα, συμμετείχα σε ελληνική ερευνητική ομάδα το προηγούμενο διάστημα, που τα αποτελέσματα ανέδειξαν ακριβώς αυτήν την πτυχή ακόμα και μεταξύ των συναδέλφων ιατρών. Γι’ αυτό το λόγο, απηύθυνα επιστολή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και πιο συγκεκριμένα, στην αρμόδια Επίτροπο για Θέματα Υγείας, κυρία Στέλλα Κυριακίδη, ζητώντας να συσταθεί μία ομάδα εμπειρογνωμόνων – υψηλού επιπέδου, η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει συμβουλευτικά όσον αφορά τη διαχείριση του ψυχολογικού αντικτύπου της πανδημίας απέναντι στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στα Υπουργεία Υγείας των κρατών – μελών, στους Δήμους και στις Περιφέρειες, μέσα από τη διοργάνωση συναφών πολύ-επίπεδων δράσεων και την ταυτόχρονη προσέλκυση Ευρωπαϊκών επιχειρηματικών δικτύων. Μάλιστα, η εν λόγω επιστολή, είμαι στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσω, πως έτυχε ευρύτατης διακομματικής υποστήριξης από έναν ικανό αριθμό συναδέλφων Ευρωβουλευτών, οι οποίοι και την συνυπέγραψαν. Παράλληλα, μέσω του συγκεκριμένου εγγράφου, πρότεινα το έτος 2020 να μετονομαστεί σε «Έτος Ψυχικής Υγείας» και να αφιερωθεί στην ευαισθητοποίηση των κρατών – μελών γύρω από αυτήν την τόσο ουσιαστική διάσταση της υγείας μας. Φυσικά, οι δράσεις στις οποίες συμμετέχω και οι πρωτοβουλίες που λαμβάνω ως Ευρωβουλευτής γύρω από τον τομέα της Ψυχικής Υγείας, δεν σταματούν εδώ. Για παράδειγμα, το παρόν διάστημα, σε συνεργασία με ορισμένους συναδέλφους Ευρωβουλευτές με ακαδημαϊκό υπόβαθρο στο χώρο της υγείας, πραγματοποιούμε εντατικές προσπάθειες, προκειμένου να δημιουργήσουμε μία εξειδικευμένη ομάδα, η οποία να θέτει στο επίκεντρο τον παράγοντα της δημόσιας Ψυχικής Υγείας σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου «κύματος» εξάπλωσης της πανδημίας, η Ελλάδα χαρακτηρίστηκε από αρκετές άλλες Ευρωπαϊκές χώρες ως «πρότυπο» όσον αφορά την πολιτική διαχείριση του εν λόγω φαινομένου.

Ποια πιστεύετε, ότι είναι τα βήματα, που θα πρέπει να ακολουθήσουμε από εδώ και στο εξής;

Πράγματι, η χώρα μας διαχειρίστηκε την εξάπλωση του πρώτου «κύματος» της πανδημίας με πολύ παραδειγματικό τρόπο και κατάφερε να αποτελέσει πρότυπο για πολλές άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Ακόμη και μετά την άρση των πρώτων περιοριστικών μέτρων, ο αριθμός των κρουσμάτων, καθώς και των νοσηλευόμενων ασθενών στις ΜΕΘ παρέμεινε αρκετά χαμηλός. Σήμερα, ωστόσο, διανύουμε ένα δεύτερο «κύμα» εξάπλωσης, αρκετά πιο ισχυρό και πιο «επιθετικό», σύμφωνα με τους ειδικούς, από το προηγούμενο. Σίγουρα, το επίτευγμα της σωστής διαχείρισης ανήκει τόσο στην αποτελεσματικότητα των αποφάσεων των στελεχών της Κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη όσο και στην εγρήγορση του τομέα της Πολιτικής Προστασίας και των εμπειρογνωμόνων στο πεδίο της ιατρικής επιστήμης. Άλλο τόσο, όμως, ανήκει και στους απλούς πολίτες, που χωρίς τη δική τους συμβολή στην τήρηση των μέτρων, τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο. Η συγκεκριμένη «κρίση» είχε και συνεχίζει να έχει ιδιάζοντα χαρακτηριστικά και η υπέρβασή αυτής, εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την συλλογική αίσθηση της «ευθύνης», που φέρουμε ως άνθρωποι αλλά και ως κοινωνία. Η πιστή τήρηση των μέτρων και των οδηγιών από τους ειδικούς είναι αυτό, που θα πρέπει να συνεχίσουμε να κάνουμε, μέχρις ότου υπάρξει πρόοδος στον τομέα της ιατρικής κοινότητας και ελπίδες θεραπείας ή πρόληψης των συμπτωμάτων του COVID-19. Η κατάσταση είναι πολύ κρίσιμη σε παγκόσμιο επίπεδο και δεν υπάρχουν περιθώρια για «ανώριμες» και παρορμητικές συμπεριφορές εκ μέρους κανενός από εμάς. Όσο πιο υπομονετικοί είμαστε, τόσο πιο πολλές πιθανότητες θα έχουμε να επιστρέψουμε σύντομα πίσω στην καθημερινότητά μας «αλώβητοι».

Ως μέλος της ιατρικής κοινότητας, στην ανάπτυξη ποιων τομέων της υγείας, θεωρείτε ευρύτερα, ότι θα πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση ως κράτος;

Εξαιρετικής σημασίας για εμένα, παραμένει μέχρι και σήμερα, ο τομέας της Ψυχικής Υγείας και πιο συγκεκριμένα, η αποτελεσματική εφαρμογή του εγχειρήματος της αποϊδρυματοποίησης και η ανάπτυξη περισσότερων κοινοτικών υπηρεσιών, που να προσφέρουν τη δυνατότητα στους πολίτες να λάβουν άμεσα και δωρεάν ποιοτικές υπηρεσίες ψυχοθεραπείας και συμβουλευτικής. Φυσικά, ένα ακόμη πεδίο, που επιδέχεται βελτίωση και χρήζει Ευρωπαϊκής υποστήριξης, είναι ο τομέας της ιατρικο-τεχνολογικής έρευνας, με σκοπό την πρόληψη και την έγκαιρη διάγνωση των χρόνιων και απειλητικών για τη ζωή ασθενειών. Ωστόσο, πολύ πρόσφατα, είχα την χαρά και την τιμή, μαζί με μία ικανή ομάδα Ευρωπαίων ηγετών, να δώσουμε ομόφωνα την έγκρισή μας για το σχεδιασμό και την εφαρμογή της Στρατηγικής «EU4Health 2021-2027». Πρόκειται για ένα καινοτόμο πρόγραμμα, το οποίο έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, να εκσυγχρονίσει και να αυξήσει τον αριθμό τόσο του ανθρώπινου δυναμικού όσο και του διαθέσιμου υλικοτεχνικού εξοπλισμού στο χώρο της υγείας, να προάγει την έρευνα και την πρόσβαση των πιο ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού στην υγεία, καθώς και να δημιουργήσει οικονομικά αποθέματα για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση μελλοντικών υγειονομικών «κρίσεων» στην Ευρώπη, όπως η πανδημία του COVID – 19. Αποτελώ θερμό και έμπρακτο υποστηρικτή αυτής της Στρατηγικής και πιστεύω, ότι η εφαρμογή της, σε συνδυασμό με τις πρωτοβουλίες που έχει λάβει το επιτελείο της Κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, θα καταφέρουν να αναβαθμίσουν κατά πολύ τα πρότυπα των παρεχόμενων υπηρεσιών Υγείας στη χώρα μας, τα αμέσως επόμενα χρόνια.

Κατά τη διάρκεια της -αν μη τι άλλο αξιοθαύμαστης- πορείας σας, ως επιστήμονας αλλά και ως πολιτικός, υπήρχαν φορές, όπου η κινητική σας αναπηρία να αποτέλεσε την αφορμή, για να βιώσετε κάποιου είδους διάκριση; Αν ναι, τότε ποιο στοιχείο ήταν εκείνο, που σε κάθε περίπτωση σας εφόπλιζε με δύναμη, έτσι ώστε να συνεχίζετε;

Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, της εργασίας μου, αλλά και της άσκησης του πολιτικού μου αξιώματος, οι συνάδελφοί μου αλλά και το περιβάλλον μου δεν με έκαναν ποτέ να αισθανθώ, ότι η κινητική μου αναπηρία αποτελούσε εμπόδιο ή «μειονέκτημα» στην άσκηση των καθηκόντων μου. Σίγουρα, κατά τη διάρκεια της πορείας της ζωής μου, όμως, ήρθα αντιμέτωπος με τη διάσταση της «άγνοιας». Επειδή στη χώρα μας, η αναπηρία είναι μία συνθήκη, που δυστυχώς, συνεχίζει να περιβάλλεται από πολλά στερεότυπα, ο κόσμος χρειάζονταν πάντοτε λίγο παραπάνω χρόνο για να με «επεξεργαστεί», μέχρι να με γνωρίσει και να με εμπιστευτεί. Δύναμη στις δύσκολες στιγμές, που για όλους τους ανθρώπους υπάρχουν και που τις θεωρώ ενδογενές στοιχείο της ίδιας μας της ύπαρξης, μου έδιναν πάντοτε οι καρδιακοί μου φίλοι, η οικογένειά μου αλλά και από την εσωτερική δύναμη που προκύπτει στο Θεό της Ορθόδοξης Χριστιανικής πίστης. Πιστεύω πολύ στις ανθρώπινες σχέσεις, στην ψυχική ταύτιση και στην υποστήριξη, που μπορεί να λάβει κάποιος, όταν συνομιλεί με ανθρώπους, που τον αγαπούν και θέλουν να τον βλέπουν να προοδεύει.

Πως είναι η ζωή ενός ατόμου με αναπηρία στη χώρα μας σήμερα;

Η καθημερινότητα των ανάπηρων ατόμων στη χώρα μας παραμένει, δυστυχώς, μέχρι και σήμερα αρκετά δύσκολη. Μολονότι, η Ελλάδα κύρωσε τη Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες το 2012 και έκτοτε προχώρησε στην ανάληψη σημαντικών νομοθετικών πρωτοβουλιών με σκοπό την πρακτική εφαρμογή της, στην πράξη υπάρχουν πολλά ακόμη βήματα που πρέπει να γίνουν, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η πλήρης και ανεμπόδιστη συμμετοχή των αναπήρων πολιτών σε κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής. Σήμερα υπάρχουν σημαντικές ανισότητες, σε όλους τους τομείς, αλλά και ανισότητες μεταξύ των ίδιων των αναπήρων, κάποιων οι ελευθερίες κι οι επιλογές περιορίζονται ως ένα βαθμό, κάνοντας την καθημερινότητα τους πιο δύσκολη ή μπαίνει ένα ταβάνι στην εξέλιξη τους, αυτοί είναι οι πιο τυχεροί, γιατί υπάρχουν και οι άλλοι που δεν έχουν καν ζωή και είναι έγκλειστοι σε ιδρύματα ή στα ίδια τους τα σπίτια.

Σε ποιο Ευρωπαϊκό κράτος θα επιθυμούσατε να μοιάσει η Ελλάδα όσον αφορά τις παροχές και τη διευκόλυνση της καθημερινότητας των ατόμων με αναπηρίες;

Κάθε Ευρωπαϊκό κράτος έχει ιστορικά, τη δική του μοναδική πολιτική και πολιτισμική παράδοση στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται τα ζητήματα της αναπηρίας, και επομένως, είναι λογικό, κάθε φορά να εστιάζει σε διακριτές πτυχές της και να παρουσιάζει διαφορετικούς ρυθμούς προόδου. Για παράδειγμα, οι Σκανδιναβικές χώρες μπορούν να αποτελέσουν παράδειγμα όσον αφορά την Ανεξάρτητη Διαβίωση των αναπήρων, με τα συστήματα προσωπικής βοήθειας που διαθέτουν και τον μεγάλο βαθμό προσβασιμότητας. Η πρακτική εφαρμογή αυτών των παροχών εδώ και πολλές δεκαετίες, αντικατοπτρίζεται και στην εξάλειψη πολλών στερεοτύπων της αναπηρίας. Σε ορισμένες χώρες του Νότου, όπως για παράδειγμα στην Πορτογαλία, έχει ξεκινήσει να αποδίδεται, το τελευταίο διάστημα, ιδιαίτερη έμφαση σε ζητήματα κοινωνικο-πολιτικής συμμετοχής. Άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπως η Εσθονία, έχουν αρχίσει να επιλύουν ζητήματα, που σχετίζονται με τη διευκόλυνση της πρόσβασης των αναπήρων πολιτών μέσω της χρήσης των νέων τεχνολογιών σε δημόσια και ιδιωτικά αγαθά και υπηρεσίες.

Οι πρωτοβουλίες όλων αυτών των κρατών λειτουργούν ως φωτεινά παραδείγματα για τη χώρα μας, η οποία συμμετέχει εντατικά σε διαβουλεύσεις ανταλλαγής καλών πρακτικών με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες και επιτελεί συστηματικές προσπάθειες εκσυγχρονισμού στον τομέα της πολιτικής διαχείρισης των ζητημάτων της αναπηρίας. Σε κάθε όμως ευρωπαϊκό κράτος, υπάρχουν προβλήματα ή πολιτικές που θα έπρεπε πλέον να ανήκουν στο παρελθόν, οπότε το να αντιγράψουμε την οποιαδήποτε χώρα θα ήταν λάθος. Έχουμε την ατυχία ή την τύχη, να μην υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα πολλές απ’ αυτές τις παροχές, αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να τις σχεδιάσουμε με καινοτόμους τρόπους που να συμβαδίζουν με την εποχή που έρχεται κι όχι με αυτή που γίνεται παρελθόν, αλλά και να τις προσαρμόσουμε στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Ελληνικής κοινωνίας.

Ως χώρα, θεωρείτε, ότι έχουμε λάβει μέχρι στιγμής σημαντικές πολιτικές πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής της συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας;

Η Ελλάδα, αυτή τη στιγμή, βρίσκεται μπροστά στην πρωτοποριακή εφαρμογή ενός «Εθνικού Σχεδίου Δράσης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία», του οποίου και έχω την τιμή, μαζί με άλλα πολύτιμα στελέχη της της Κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, να είμαι θερμός και έμπρακτος υποστηρικτής. Το νέο αυτό «Εθνικό Σχέδιο Δράσης» περιλαμβάνει πολλαπλούς πυλώνες εφαρμογής (με επίκεντρο την επίτευξη της καθολικής πρόσβασης σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης και εργασίας, την προστασία των οικογενειών με ανάπηρα μέλη, την προαγωγή της αρχής της ανεξάρτητης διαβίωσης, καθώς και την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης αναφορικά με τα δικαιώματα των αναπήρων πολιτών), που σκοπό έχουν μακροπρόθεσμα να εξαλείψουν κάθε φυσικό και θεσμικό εμπόδιο, το οποίο θα μπορούσε να παρεμποδίσει την ευημερία και την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή των αναπήρων στην Ελληνική κοινωνία. Ένα εθνικό σχέδιο είναι απαραίτητο για να δίνει μια κατευθυντήρια γραμμή, όμως επί μέρους χρειάζεται να γίνει συστηματική δουλειά, στην οποία πρώτο λόγο πρέπει να έχουν οι ίδιοι οι ανάπηροι, ώστε να μην οδηγηθούμε ξανά σε λανθασμένες πρακτικές. Είναι πια ευθύνη του κάθε αρμόδιου υπουργείου να πραγματοποιήσει το εθνικό σχέδιο με την ενεργή εμπλοκή των αναπήρων και των οργανισμών τους.

Εντοπίζονται σημαντικές προσωπικότητες, που να σας ενέπνευσαν και που να αποτέλεσαν ένα φωτεινό πρότυπο για εσάς, κατά τη διάρκεια της επιστημονικής και πολιτικής σας πορείας;

Το χρονικό διάστημα όπου σπούδαζα, υπήρξαν ορισμένοι καθηγητές, που κυρίως μέσα από την ηθική τους στάση, αλλά και την επιστημονική τους ετοιμότητα, λειτούργησαν ως πρότυπο για εμένα και για τον τρόπο, με τον οποίο ασκώ το επάγγελμα της ψυχιατρικής. Στις μέρες μας, οι ανθρωποκεντρικοί και ανιδιοτελείς επιστήμονες, ενδεχομένως να εκλείπουν. Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, είχα την τιμή να έρθω σε επαφή με ανθρώπους, που έκαναν το επάγγελμα τους με πολλή αγάπη, αφοσίωση και μεράκι, αδιαφορώντας για το οποιοδήποτε οικονομικό όφελος ή για την υστεροφημία τους.

Όσον αφορά την πολιτική, υπάρχουν άνθρωποι, τους οποίους θαυμάζω πολύ, κυρίως για την ευρυμάθεια, την σύνθετη και συστημική σκέψη τους, την οξυδέρκεια και το άμεμπτο στοιχείο του χαρακτήρα τους. Ωστόσο, δεν θα ήθελα να λειτουργήσω «φωτογραφικά», αναφερόμενος σε συγκεκριμένους εκπροσώπους. Το μόνο που θα ήθελα να πω είναι, ότι κυρίως με εμπνέουν οι πολιτικοί, που σκέπτονται, έχοντας ως βάση την Αρχαία Ελληνική πολιτική φιλοσοφία, αλλά λειτουργούν, λαμβάνοντας υπόψιν τους σύγχρονους πολύπλοκους κώδικες και τις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής κοινωνικής θεώρησης. Οι σημαντικές προσωπικότητες όμως που με ενέπνευσαν, τα σταθερά φωτεινά μου πρότυπα, στην ουσία δεν είναι διάσημοι, πετυχημένοι επιστήμονες ή πολιτικοί, είναι άτομα του στενού μου κύκλου.

Ποια είναι τα όνειρά σας για το μέλλον και πως οραματίζεστε τον εαυτό σας τα αμέσως επόμενα χρόνια;

Πρώτα απ’ όλα, εύχομαι και επιθυμώ τόσο εγώ όσο και οι δικοί μου άνθρωποι να είμαστε όλοι καλά στην υγεία μας και να νιώθουμε ενωμένοι. Φυσικά και θα ήθελα κάποια στιγμή να δημιουργήσω τη δική μου οικογένεια, αλλά και να γνωρίσω διάφορες χώρες ανά τον κόσμο, ταξιδεύοντας μαζί με τα αγαπημένα μου πρόσωπα. Όσον αφορά το μακρινό μέλλον, σκοπός και επιθυμία μου είναι, μέσα από την άσκηση τόσο της πολιτικής όσο και της ψυχιατρικής μου ιδιότητας, να μπορέσω να βοηθήσω όλο και πιο πολλούς ανθρώπους να ευημερήσουν. Θα αισθάνομαι υπερήφανος και απόλυτα ευτυχισμένος, αν κοιτάζοντας πίσω την πορεία της ζωής μου νιώσω, ότι συνέβαλλα έστω και για λίγο, στην προσπάθεια να γίνει ο κόσμος που ζούμε καλύτερος και πάνω από όλα, πιο δίκαιος…


Συνέντευξη στον Γιάννη Θεοδοσιάδη & Πάνο Σεϊτανίδη