Ο Λευτέρης Λαζάρου, ο Έλληνας αρχιμάγειρας, γεννήθηκε στον Πειραιά το 1952. Στα 15 του χρόνια ξεκινάει να δουλεύει στα καράβια, σε κουζίνες, όπου εργαζόταν ο πατέρας του ως μάγειρας. Είναι ο πρώτος Έλληνας σεφ που βραβεύτηκε με αστέρι Michelin το 1993 για το εστιατόριο Βαρούλκο όπου διατηρεί και έχει επάξια μέχρι σήμερα, πράγμα αξιοθαύμαστο και πρωτόγνωρο για τα Ελληνικά δεδομένα. Επίσης από το 2002 έως τώρα κατέχει και το βραβείο Ελληνικής κουζίνας (Greek cuisine award).
Ειδικεύεται στην μοντέρνα Ελληνική κουζίνα και κυρίως στα θαλασσινά. Έχει εκπροσωπήσει τη χώρα μας σε γαστρονομικούς διαγωνισμούς στο εξωτερικό και αποτελεί έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους και βραβευμένους Έλληνες μάγειρες.
Το 1987 ανοίγει το εμβληματικό εστιατόριο Βαρούλκο με ένα εκλεκτό γκουρμέ μενού, που ικανοποιεί τους ποιο απαιτητικούς λάτρεις των θαλασσινών και σήμερα βρίσκεται στην Ακτή Κουμουνδούρου 54 στον Πειραιά, παρέχοντας πέρα από τις γαστρονομικές εκπλήξεις και μοναδική θέα.
Ανάμεσα στις άπειρες διακρίσεις του, έχει βραβευτεί πολλάκις από το Αθηνόραμα με το Χρυσό Σκούφο. Έχει διδάξει την Ελληνική κουζίνα στο Culinary Institute of America (CIA), μια από τις καλύτερες σχολές μαγειρικής παγκοσμίως.
Το 2006 παρουσίασε το πρώτο του βιβλίο μαγειρικής. Από τότε έγραψε αρκετά βιβλία με διάφορα είδη συνταγών, αλλά και ένα παιδικό βιβλίο μαγειρικής. Το 2010 αποτέλεσε μέρος της κριτικής επιτροπής στο πρώτο Master Chef Greece, καθώς και στη δεύτερη σεζόν, αλλά και στο Master Chef Junior το 2011.
Το 2018 παρουσίασε την τηλεοπτική εκπομπή μαγειρικής ‘’Κάθε Μέρα Αξίζει’’ από την Lidl στο ANT1. Το 2020 ξεκίνησε διαδικτυακή εκπομπή μαγειρικής με αφορμή τον εγκλεισμό λόγω της πανδημίας, λέγοντας χαρακτηριστικά πως ‘’Βρισκόμαστε και πάλι σε απόσταση, Όμως θα έρθουμε πιο κοντά, γιατί η αγάπη για τη μαγειρική, η φροντίδα για τους ανθρώπους κι ένα τραπέζι με ωραίες γεύσεις μας ενώνει».
Μιλήστε μας λίγο για τα παιδικά σας χρόνια και το έναυσμα, ώστε να ασχοληθείτε με τη μαγειρική…
Ο μπαμπάς μου ήταν καραβομάγειρας, οπότε έλειπε συχνά. Κάποιες μέρες όμως το χειμώνα ήταν στο σπίτι και αυτό που άρχισε να μου αρέσει ήταν η συναναστροφή του μπαμπά μου με τους φίλους του κι εγώ τον βοηθούσα. Περίπου 6-7 χρονών, θυμάμαι τα επιφωνήματα της χαράς από εκείνους και όταν έτρωγαν το φαγητό του έλεγαν «τι έφτιαξες πάλι, αχ Παναγία μου…». Όλο αυτό ξεκίνησε να με γοητεύει και ένιωθα πραγματικά όμορφα και καμάρωνα φυσικά, καθώς όλα αυτά λεγόντουσαν για τον πατέρα μου κι έτσι μου μπήκε ένα μικρόβιο και έλεγα στον εαυτό μου ότι κι εσύ μπορείς να το κάνεις. Όλα αυτά λοιπόν λειτούργησαν στο να μπω σε αυτό το παιχνίδι από πολύ μικρή ηλικία και σιγά-σιγά να τον ρωτάω πράγματα, να μου «δείχνει» και να μαθαίνω.
Η συναναστροφή με τον μπαμπά μου, η ανακατωσούρα της κουζίνας, αυτή η συμπεριφορά των φίλων του προς το πρόσωπό του, με έκανε να δημιουργώ μέσα στο μυαλό μου αυτό το σκηνικό και βρέθηκα από πολύ μικρός στο χώρο της κουζίνας. Μόλις είχα τελειώσει το Δημοτικό ήθελα να πάω σε ένα ταξίδι μαζί του, αλλά τότε δίναμε εξετάσεις και δεν είχα περάσει ένα μάθημα και οι γονείς μου δεν με άφηναν να φύγω, γιατί έπρεπε να διαβάσω και να ξαναδώσω. Όταν είπα στον μπαμπά μου ότι το μάθημα ήταν τα Θρησκευτικά, είπε στη μαμά μου να μου φτιάξει τη βαλίτσα για να πάω μαζί του. Κι έτσι άρχισε το δικό μου ταξίδι!
Η μητέρα σας μαγείρευε;
Η μαμά μου ήταν εξαιρετική νοικοκυρά και μαγείρισσα, άλλωστε όταν ο μπαμπάς ταξίδευε και δεν ήταν σπίτι, η μαμά μαγείρευε για τα τρία παιδιά.
Ποιος είχε την καλύτερη κουζίνα;
Το ένα είναι μαμαδίστικο φαγητό έχει τη μυρωδιά της μαμάς και ξυπνάει μνήμες, ενώ το άλλο είναι φαγητό ενός αριστοκράτη στην κουζίνα, ενός επαγγελματία που μαγειρεύει με άλλη λογική. Είναι τελείως διαφορετικά πράγματα, ανόμοια μεταξύ τους και δεν πρέπει να τα συγκρίνουμε.
Έχετε τελειώσει κάποια σχολή ή είστε αυτοδίδακτος;
Όταν ξεκίνησα εγώ τη μαγειρική τέχνη, οι σχολές δεν υπήρχαν, αργότερα όταν άρχισαν να λειτουργούν, παρακολούθησα σεμινάρια μέχρι που έφτασα επίτιμος καθηγητής σε μία μεγάλη σχολή της Αμερικής. Η μαγειρική έχει να κάνει με τρία βασικά στοιχεία. Τη λογική, τη χημεία και την παρατήρηση των υλικών. Αυτά τα τρία στοιχεία ανέπτυξα και κατάφερα να κάνω την ωραία κουζίνα του Βαρούλκο. Ο κόσμος με ακολούθησε και με ακολουθεί και του χρωστάω πολλά. Εγώ του έδωσα λίγη αγάπη με την μαγειρική μου τέχνη και μου την επέστρεψε πολλαπλά πίσω. Χρωστάω πάρα πολλά και στη χώρα που με θρέφει αλλά και στον κόσμο που με χειροκρότησε.
Πώς γεννιέται η ιδέα για το Βαρούλκο…αλλά και η τοποθεσία…;
Το ‘87 άνοιξε τις πύλες του στον Πειραιά. Το Βαρούλκο έχει μία λογική, η κουζίνα του θυμίζει ένα νέο παιδί στα 32 του χρόνια που ξεκινά να δημιουργήσει κάτι δικό του. Γνώριζα τι θέλω να κάνω, τι θα μαγειρεύω και πώς θα σερβίρω, αλλά δεν είχε αποφασιστεί πώς θα το ονομάσω αυτό το μαγαζί. Διάφοροι φίλοι έριχναν στο τραπέζι ιδέες μέχρι που ο αδερφός του κολλητού μου μας έδωσε την ιδέα. Έκανε έναν δίσκο σε επιμέλεια του Διονύση Σαββόπουλου και σε ένα τραγούδι υπήρχε ο στίχος «σαν στοιχειωμένη στα πανιά και στα βαρούλκα» κι έτσι βγήκε το όνομα. Βαρούλκο είναι ένα ναυτικό εξάρτημα και το μαγαζί έχει μόνο θαλασσινή κουζίνα, οπότε χαρακτηρίζει και την κουζίνα και την ταυτότητα του μαγαζιού.
Θεωρείτε πως η Ελληνική γαστρονομία ανταποκρίνεται αξιοπρεπώς στον εισερχόμενο τουρισμό;
Βεβαίως. Αυτή τη στιγμή το επίπεδο όχι μόνο στα αστικά κέντρα αλλά και σε πολλές επαρχιακές πόλεις είναι σε πολύ υψηλό επίπεδο η γαστρονομία και η ανάδειξη των τοπικών προϊόντων είναι πολύ μεγάλη. Αυτό το χρωστάμε πάρα πολύ στο Αθηνόραμα που σήκωσε ψηλά τον πήχη και δημιούργησε τους χρυσούς σκούφους, τα βραβεία ελληνικής κουζίνας και τώρα σε λίγες μέρες ξανά είναι στη Θεσσαλονίκη για τα βραβεία ελληνικής κουζίνας.
Το Βαρούλκο είναι το μοναδικό εστιατόριο που έχει όλους τους σκούφους από τη χρονιά που ξεκίνησαν οι βραβεύσεις από το Αθηνόραμα. Έχει επίσης και το αστέρι Michelin είναι ένας άλλος φορέας πολύ καταξιωμένος. Το πρώτο βραβείο όμως από όλα είναι η καταξίωσή σου από τον κόσμο, καθώς αυτός είναι που σε επιβραβεύει, που σε επισκέπτεται καθημερινά που σου γεμίζει το μαγαζί και μπορείς και έχεις 100 θέσεις εργασίας.
Το να γνωρίζεις ένα ταβερνάκι στη Φλώρινα ή στην Κρήτη ότι έχει βραβευτεί από το Αθηνόραμα και να μπορείς να το επισκεφθείς και να φας με αξιοπρέπεια ένα εξαιρετικό φαγάκι είναι πολύ ωραίο. Βέβαια είναι εξίσου πολύ ωραίο να μπαίνεις στο μαγαζί σου και να βλέπεις ότι δυσκολεύεται ο πελάτης να βρει τραπέζι, παρότι αυτό δεν σε γοητεύει, γιατί θέλεις να εξυπηρετήσεις όσο περισσότερους φίλους και επισκέπτες μπορείς. Γι’ αυτό και πολλές φορές αναγκάζεσαι να μεγαλώσεις ένα μαγαζί για να χωρέσουν όλοι.
Το 2002 το Βαρούλκο βραβεύεται με αστέρι Michelin, πράγμα πρωτόγνωρο για τα Ελληνικά δεδομένα… Πως καταφέρατε να το διατηρήσετε μέχρι σήμερα;
Με πάρα πολλή δουλειά.
Έχετε μαθητευόμενους μάγειρες στην κουζίνα σας; Έχει δουλέψει για εσάς κάποιο από τα παιδιά του Master chef;
Το προσωπικό μου το επιλέγω με βάση το ήθος του και θέλω να είναι πρώτα από όλα πολύ καλός άνθρωπος και έπειτα έρχεται η γνώση του. Την τέχνη της μαγειρικής θα την αποκτήσει όταν δουλέψει στην ομάδα, αλλά το ήθος πρέπει να το έχει πάρει από το σπίτι του.
Επιλέγετε μαθητευόμενους μάγειρες στη κουζίνας σας;
Φυσικά, ξεκινάνε από εδώ σας μαθητές και πολλοί από σχολές. Βοηθάω τα νέα παιδιά και τους δίνω τη δυνατότητα να δοκιμαστούν. Το Βαρούλκο είναι ένα εστιατόριο που πολλά παιδιά το επιλέγουν για να κάνουν την πρακτική τους.
Σας έχει τύχει πελάτης που έχει προσβάλει ή έχει μιλήσει με αγένεια σε προσωπικό του εστιατορίου σας; Και αν ναι, πως το διαχειριστήκατε;
Αντιμετωπίζουμε τον κάθε πελάτη με μεγάλη προσοχή και ευγενικό τρόπο και μπορώ να σας πω με βεβαιότητα ότι η ευγένεια είναι μεταδοτική. Ακόμη κι ένας δύστροπος πελάτης στα πρώτα δευτερόλεπτα της συνομιλίας με τα παιδιά που είναι υπεύθυνα για τις κρατήσεις χαλαρώνει και κάνουμε τα πάντα να περάσουν καλά. Εγώ αυτό που λέω στους εργαζόμενους-συνεργάτες μου στο Βαρούλκο είναι ότι για εμένα το πιο σημαντικό είναι ο δύσκολος πελάτης να περάσει καλά. Ο εύκολος πελάτης είναι έτοιμος να περάσει πάρα πολύ ωραία, αλλά τον δύστροπο πελάτη θέλω τον κάνουμε χαρούμενο, να περάσει καλά, να μας ξανάρθει, να μας συστήσει και αλλού. Γιατί ένας δύστροπος πελάτης όταν περάσει καλά γίνεται φανατικός θαμώνας.
Ακούμε ότι μέσα στις κουζίνες υπάρχει πολύ πίεση, άγχος και ένταση φτάνοντας σε σημείο έντονων τσακωμών…έχει συμβεί κάτι τέτοιο στην κουζίνα σας;
Δεν υπάρχει δουλειά που να μην έχει ένταση ή να μην δημιουργηθεί παρεξήγηση. Δουλεύουμε σε υψηλές θερμοκρασίες με πολλή ζέστη και οι συνθήκες εργασίες είναι δύσκολες. Εργαζόμαστε συνέχεια υπό πίεση, για να είναι όλα τέλεια, γιατί από την ώρα που θα φύγει το πιάτο από τα χέρια μου για να πάει στον καταναλωτή, δεν μπορώ να αλλάξω τίποτα. Αν έχω κάνει λάθος, αν δεν έχω κάνει κάτι καλά, αν δεν το έχω στήσει ωραία, δεν έχω την δυνατότητα διόρθωσης. Επίσης, κάτι πολύ σημαντικό είναι ότι όταν εσείς διασκεδάζετε, εμείς εργαζόμαστε.
Άρα υπάρχει ελεύθερος χρόνος;
Πλέον ναι, σε αυτή την φάση της ζωής μου, σαφώς παίρνω ανάσες. Έχω καλούς συνεργάτες, οι οποίοι θα με στηρίξουν για να μπορέσω να λείψω λίγες μέρες να ξεκουραστώ.
Με τι άλλο ασχολείστε εκτός της μαγειρικής;
Δεν μπορώ να πω ότι έχω πολλά χόμπι, αλλά μου αρέσει να ταξιδεύω με το αυτοκινούμενο μου. Έχω ένα camper και στον ελεύθερό μου χρόνο πηγαίνω στη θάλασσα και λατρεύω να σηκώνομαι το πρωί και να βλέπω το νερό. Είμαι του υγρού στοιχείου.
Πρόσφατα αναλάβατε το μενού της δεξίωσης του Προέδρου της Δημοκρατίας, για την εθνική επέτειο των διακοσίων χρόνων της Ελληνικής επανάστασης στο Μέγαρο…μιλήστε μας για την βραδιά αυτή, της 24ης Μαρτίου…
Ήταν μία απίστευτη εμπειρία και κρίμα που αυτή τη μεγάλη γιορτή λόγω covid δεν μπορέσαμε να τη χαρούμε όσο θα έπρεπε. Οι καλεσμένοι ήταν λίγοι, υπήρχαν απουσίες λόγω covid και όλα τα μέτρα προστασίας. Ήταν μία μεγάλη ευθύνη που ανέλαβα και το μεγάλο μου άγχος εκείνη την ημέρα ήταν να πάω το πρωί να κάνω το τεστ και να βγει θετικό, γιατί δεν θα μπορούσα να ηγηθώ της ομάδας μου.
Η γεύση που σας άφησε εκείνη η βραδιά;
Γλυκιά! Μάλιστα, οι άνθρωποι στην προεδρία με βοήθησαν, ώστε να βγει το τραπέζι όσο καλύτερα γινόταν και συγκεκριμένα η κυρία Πρόεδρος με υποστήριξε σε όλα και με παρότρυνε να έχουμε όσα περισσότερα ελληνικά προϊόντα στα πιάτα ήταν εφικτό.
Προμηθεύεστε κυρίως Ελληνικά προϊόντα ως πρώτες ύλες για το Βαρούλκο;
Ένα εστιατόριο το οποίο βραβεύεται πολλά χρόνια ως το καλύτερο εστιατόριο στην ελληνική κουζίνα δεν θα γινόταν να μην έχει σε εξέχουσα θέση τα ελληνικά προϊόντα.
Πως ορίζετε το σωστό και ποιοτικό φαγητό; Έχουμε αναπτύξει αρκετά τη γαστρονομία στην Ελλάδα;
Αρχικά, δεν σημαίνει ότι ένα γρήγορο φαγητό είναι κακό φαγητό, δεν λέω ότι ένα σουβλάκι είναι κακό, αλλά θα πρέπει να διαλέξεις πού θα πας να φας. Να διαλέξεις το καλύτερο μαγαζί και όχι το φθηνότερο. Η κουλτούρα του φαγητού και του πολιτισμού ξεκινάει από την τρυφερή ηλικία ενός παιδιού. Πρέπει τα παιδιά να εκπαιδεύονται για να μπορούν να κάνουν σωστές επιλογές. Η γαστρονομία ξεκινάει από την παιδική ηλικία, όπου το παιδί με το γευστικό του κάλυκα να αντιμετωπίσει κάθε εμπειρία και την βαθμολογήσει από το 1 μέχρι το 100, αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να το βάλεις στη διαδικασία να αναπτύξει το γευστικό του κάλυκα. Είναι σημαντικό να υπάρχει στο σπίτι μαγειρευτό φαγητό. Αντιλαμβάνομαι ότι όταν οι γονείς δουλεύουν και οι δύο, ο χρόνος που τους μένει είναι πολύ λίγος για να φτιάξουν το φαγητό στο σπίτι, αλλά μπορούν το Σαββατοκύριακο να ετοιμάσουν κάποια πράγματα.
Η κρατική τηλεόραση θα πρέπει να είναι εκπαιδευτική, σε αντίθεση με τα ιδιωτικά κανάλια που θέλουν την ακροαματικότητα και τις διαφημίσεις.
Πείτε μας λίγα λόγια για την εμπειρία σας στα Master chef, καθώς και στο Master chef junior όπου μετείχατε ως κριτής…Θα δεχόσασταν ξανά αντίστοιχη πρόταση;
Ο παιδικός διαγωνισμός ήταν πραγματικά διαγωνισμός, χωρίς να υπήρχε κάμερα στο σπίτι. Τα παιδιά ήρθαν να μάθουν και να παίξουν. Είχαμε μία εξαιρετική ομάδα, έναν αρχισυντάκτη δάσκαλο στο επάγγελμα, ο οποίος προστάτευε τα παιδιά και έναν σκηνοθέτη που κατάφερνε να πιάνει τις γλυκές εκφράσεις των παιδιών. Ενώ έχουμε περάσει τόσα χρόνια, εγώ με αρκετά παιδιά από το Master chef Junior έχω επικοινωνία ακόμα και αυτό είναι πολύ όμορφο.
Γνωρίζουμε ότι έχετε ιδιαίτερη ευαισθησία σε ευπαθείς ομάδες ανθρώπων και έχετε πραγματοποιήσει σεμινάριο «ζω με χαρά», για ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα…πως προέκυψε αυτό;
Έχω δουλέψει με πολλές ομάδες. Στο σύλλογο ρευματοπαθών, θυμάμαι με πολλή αγάπη τα λόγια της εξαιρετικής προέδρου – που εύχομαι να είναι καλά καθώς έχουν περάσει αρκετά χρόνια – και άλλης μίας γυναίκας που μου είπαν «έδωσες γεύση στην άνοστη ζωή μας».
Επειδή για τις γυναίκες αυτές είναι πάρα πολύ δύσκολο αυτό που για εμάς είναι κάτι πολύ απλό, προσπάθησα να βοηθήσω. Για παράδειγμα, το να κρατήσουν μία φρυγανιά και να την αλείψουν δεν τους είναι εύκολο, δεν μπορούν να τις κρατήσουν στα χεράκια τους, σπάνε. Νιώθουν ενοχές για την οικογένειά τους που δεν μπορούν να την εξυπηρετήσουν και να τους φτιάξουν το πρωινό. Αυτό που προσπάθησα με αυτές τις γυναίκες είναι ότι βρήκα τρόπους να αλλάξουν κάποια πράγματα και να τους διδάξω πώς να τα κάνουν. Αυτό ήταν και το ωραίο αυτής της πανέμορφης συνεύρεσης που είχα με αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι με αγκάλιασαν, με φιλήσαν, με ευχαρίστησαν και έδωσα ό,τι μπορούσα από την ψυχή μου για να έχω μαζί τους μία τέτοια σχέση.
Υπάρχει στο πλάνο να επαναληφθεί ένα τέτοιο σεμινάριο ξανά;
Αν μου το ζητήσουν, δεν θα αρνηθώ. Αλλά αυτά είναι πρωτοβουλίες φαρμακευτικών εταιρειών που πραγματοποιούν προγράμματα-σεμινάρια και καλύπτουν οικονομικά όλο το project και είναι προς τιμήν τους.
Μιλήστε μας λίγο για το σπουδαίο φιλανθρωπικό έργο, όσο αφορά τους ανθρώπους του περιοδικού ‘’ΣΧΕΔΙΑ’’…Τι θα λέγατε στον κόσμο που θα ήθελε να συμβάλει με τον τρόπο του;
Η ΣΧΕΔΙΑ ξεκίνησε σαν περιοδικό του δρόμου, ώστε να πουληθεί και να συγκεντρώσει ένα ποσό από τις πωλήσεις για να δημιουργήσουν ένα μικρό κεφάλαιο και να αρχίσουν ξανά κάτι στη ζωή τους. Μέσα από κουβέντες και έχοντας βρει και ένα ωραίο κτίριο σε μία ωραία περιοχή της Αθήνας, στην Κολοκοτρώνη, αποφασίστηκε να δημιουργήσουμε κάτι.
Ξεκίνησε σαν εκθεσιακός χώρος, όπου έφτιαχναν κάποια χρηστικά αντικείμενα από τα περιοδικά που δεν είχαν πουληθεί. Στην πορεία σκεφτήκαμε ότι θα μπορούσε να είναι ένα καφέ, αλλά και ότι μπορούμε να σερβίρουμε και σπιτικό φαγάκι, με ανθρώπους που είναι άνεργοι τους οποίους θα εκπαιδεύσουμε για να γίνουν μάγειρες και στη συνέχεια να μπορούν να πάνε και αλλού να εργαστούν και στη ΣΧΕΔΙΑ να έρθουν κι άλλα άτομα να εκπαιδευτούν. Είναι περίπου δύο χρόνια αυτό το project, γιατί λόγω του κορονοϊού είναι πιο δύσκολα τα πράγματα.
Πως βλέπετε το άνοιγμα της εστίασης μετά από τόσο καιρό…Θα υπάρξουν σοβαρές επιπτώσεις στην επανεκκίνησή της;
Πρέπει να βάλουμε πολύ νερό στο κρασί μας, τόσο επισκέπτες-πελάτες όσο και εστιάτορες. Θα καθυστερήσει η επανεκκίνηση. Από το χύμα σηκωθήκαμε, από τον καναπέ. Ημασταν αδρανείς ένα χρόνο. Πιστεύω ότι η επανεκκίνηση θα καθυστερήσει.
Τι μήνυμα θα θέλατε να δώσετε στη νέα γενιά αλλά και τον επιχειρηματικό κόσμο που έχει πληγεί λόγω της πανδημίας;
Υπομονή, θέληση, πείσμα και υγεία. Δεν δημιουργείς αλλιώς. Θα πρέπει να είναι προσεκτική η νέα γενιά στο τι πιστεύει, τι ψηφίζει, γιατί η ψήφος του μπορεί να επηρεάσει τη δική του καριέρα, των φίλων του και των γονιών του.
Τη νέα τηλεοπτική σεζόν φήμες λένε ότι θα σας δούμε ως κριτής στο Game of Chefs στον ΑΝΤ1;
Δεν έχω ιδέα. Το έχω ακούσει αλλά πραγματικά δεν γνωρίζω τίποτα.
Υπάρχει κάποια άλλη τηλεοπτική πρόταση;
Όχι, δεν έχει γίνει καμία πρόταση, ίσως επειδή λέω τα πράγματα πιο ωμά από ότι πρέπει. Δεν μου έγινε πρόταση από το Master Chef 2 που δεν τελείωσε και ποτέ…
Αν υπάρξει κάποια πρόταση θα ήθελα να είναι για ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα.
Συνέντευξη στο Γιάννη Θεοδοσιάδη