Ισόβια: Δια βίου ή όχι; Μια πιο ψύχραιμη προσέγγιση

Ισόβια: Δια βίου ή όχι;

Τον τελευταίο καιρό, τη δημοσιότητα απασχολεί η τέλεση ολοένα και περισσότερων ειδεχθών εγκλημάτων (κυρίως κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας, γυναικοκτονίες και άλλα συναφή βίαια εγκλήματα), με αποτέλεσμα να εγείρεται η δικαιολογημένη οργή της κοινής γνώμης απέναντι στους δράστες. Οργή που εστιάζει κυρίως στην ποινική μεταχείρισή τους, ανοίγοντας, βεβαίως, την συζήτηση για την φύση της ισόβιας κάθειρξης, ήτοι αν πρέπει τα ισόβια να ανταποκρίνονται στην ίδια την ετυμολογία της λέξης (ίσος βίος) ή αν τελικώς «αρκεί» μια περιορισμένη χρονικώς κράτηση.

Η απάντηση στο ανωτέρω δίπολο είναι όχι μόνο υπαρκτή, αλλά εξηγείται και θεμελιώνεται ουσιαστικά από την ίδια την φιλοσοφία του ποινικού συστήματος και συγκεκριμένα της ποινής. Εκκινώντας, λοιπόν, από την ποινή ως κύρωση για την εγκληματική δράση των παραβατών, έχει υποστηριχθεί σθεναρά πως ο ρόλος της δεν (πρέπει να) είναι εκδικητικός, δεν πρέπει να αποτελεί δηλαδή το μέσο εκπλήρωσης της νοοτροπίας «οφθαλμόν αντί οφθαλμού». Τουναντίον, η ποινή είναι εκείνο το μέσο που θα βοηθήσει το δράστη, όχι μόνο να κατανοήσει την εγκληματική- αντικοινωνική του δράση, άλλα εν τέλει να σωφρονιστεί ώστε να καταφέρει να ενσωματωθεί ξανά στην κοινωνία. Ο σωφρονισμός του εγκληματία και η επανένταξη του στον κοινωνικό βίο, αποτελεί όχι μόνο κατάκτηση, αλλά και ακρογωνιαίο λίθο του νομικού μας πολιτισμού, ο οποίος διαμορφώνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και στηρίζεται σε πανανθρώπινα δικαιώματα, το απαραβίαστο των οποίων κατοχυρώνεται στις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η χώρα μας αποτελεί μια από τις χώρες με τις αυστηρότερες ποινές, χρονοτριβώντας μάλιστα στην ενσωμάτωση πολλών ευρωπαϊκών οδηγιών και κανόνων, γεγονός που καθιστά τον νομικό μας εκσυγχρονισμό δυσχερέστερο. Αυτό αποδεικνύεται και από την «καθυστερημένη» κατάργηση της θανατικής ποινής, η οποία επιβάλλονταν διαζευκτικά με την ισόβια κάθειρξη, και η οποία καταργήθηκε τυπικά στην Ελλάδα το 1993 (αλλά στην πράξη, η τελευταία θανατική ποινή εκτελέστηκε στις 25.8.1972), τη στιγμή που χώρες όπως η Νορβηγία κατάργησαν την ποινή του θανάτου ήδη από το 1902 για αδικήματα εν καιρώ ειρήνης, ενώ κατάργησαν, επίσης, την ποινή ισόβιου εγκλεισμού εδώ και δεκαετίες (η Νορβηγία από το 1981, ενώ αντίστοιχα και η Πορτογαλία έχει καταργήσει την ισόβια κάθειρξη με συνταγματική πρόβλεψη). Εκτός αυτού, ήδη από το 1976, η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης προέτρεπε τα κράτη μέλη να εξετάσουν την θεσμοθέτηση μιας δυνατότητας υφ’ όρων απόλυσης όσων καταδικάζονταν σε ισόβιο εγκλεισμό και είχαν εκτίσει ποινή τουλάχιστον 8-14 ετών. Προς την κατεύθυνση αυτή της υφ’ όρων απόλυσης, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει αποφανθεί, σε πληθώρα μάλιστα αποφάσεων του, ότι η ποινή της ισόβιας κάθειρξης, εάν δεν προβλέπεται η δυνατότητα της υφ΄ όρων απόλυσης του κρατουμένου και η επανεξέταση της, αποτελεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, η οποία παραβιάζει τις διατάξεις της ΕΣΔΑ.

Το ποινικό σύστημα της χώρας μας, εναρμονισμένο με την προαναφερθείσα ευρωπαϊκή κατεύθυνση και τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό, έχει διατηρήσει ανώτατο χρονικό όριο για την ισόβια κάθειρξη, καθώς επίσης έχει ενσωματώσει και την υφ’ όρων απόλυση. Με άλλα λόγια, τα ευρωπαϊκά νομικά συστήματα, όπως και το σύστημα της χώρας μας, δεν προβλέπουν ποινές εγκλεισμού για όλη τη διάρκεια της ζωής του δράστη, καθώς μια τέτοια πρακτική ουσιαστικά εξομοιώνεται με την θανατική ποινή. Ο εγκλεισμός του εγκληματία για ολόκληρη την ζωή του ουσιαστικά αποτελεί την κοινωνική και ψυχολογική του εξόντωση, που όπως συνάγεται εναργώς από τα ανωτέρω, δεν διαφέρει σε τίποτα από την βιολογική του εξόντωση, ήτοι την πραγματική θανάτωση του. Στον σύγχρονο νομικό κόσμο, καθώς και συλλήβδην στις σύγχρονες κοινωνίες, η αξία του ανθρώπου γίνεται διαφορετικά αντιληπτή, πράγμα που επιβεβαιώνεται από την τεράστια σημασία που κατέχουν σε αυτές η ελευθερία, η αξιοπρέπεια, η προσωπικότητα και όλα τα υπόλοιπα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων αυτών, συνιστά πρωταρχική υποχρέωση της εκάστοτε Πολιτείας, υποχρέωση η οποία ειδικά όσον αφορά τον εγκλεισμό γίνεται ακόμα πιο επιτακτική, αφού η ίδια η ύπαρξη του αποτελεί από καταβολής ένα βαρύτατο περιορισμό ατομικών δικαιωμάτων, ο οποίος μάλιστα γίνεται επιτρεπτός από το Σύνταγμα και μόνον υπό αυστηρές προϋποθέσεις.
Ο εγκλεισμός του ατόμου στη φυλακή κατ′ αρχήν δικαιολογείται μόνον ως ποινή που έχει επιβληθεί από δικαστήριο και εκτίεται σύμφωνα με τους σωφρονιστικούς κανόνες. Οι σωφρονιστικοί αυτοί κανόνες ουσιαστικά αποτελούν τους αρωγούς προς την επίτευξη του σωφρονισμού, πρωταρχικού σκοπού της ύπαρξης της ποινής. Η στέρηση της ελευθερίας ως ποινή δεν εξυπηρετεί μόνο τον παραδειγματισμό της υπόλοιπης κοινότητας, αλλά ουσιαστικά, μέσω των σωστών διαδικασιών κατά την διάρκεια αυτής, στοχεύεται ο σωφρονισμός του δράστη με σκοπό την ουσιαστική επανένταξη του στην κοινωνία, ως λειτουργικό πια μέλος, το οποίο θα είναι σε θέση να κατανοήσει τους κανόνες της και να συμβιώσει ομαλά στα πλαίσια της κοινωνικής ειρήνης. Αυτό ακριβώς είναι που οφείλουμε όλοι να μην λησμονούμε, όταν κρίνουμε την φύση της ισόβιας κάθειρξης, ακόμα και στα πιο ειδεχθή εγκλήματα. Και προφανώς μέσω αυτών των εγκλημάτων (όπως λόγου χάρη η δολοφονία, ο βιασμός κ.λ.π.), συντελείται η πιο βαριά προσβολή των αξιών κάθε κοινωνίας, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί την εξόντωση του εγκληματία, ενός άλλου ανθρώπου, ως αντιστάθμισμα της συμπεριφοράς του αυτής, καθώς μια τέτοια πρακτική μας παραπέμπει σε εκδίκηση παρά σε παραδειγματισμό.

Συνοψίζοντας: η ποινή, δεν πρέπει να αποσκοπεί απλώς στην απομόνωση του ατόμου, αλλά οφείλει να στοχεύει στην επανένταξη του στην κοινωνική ζωή και μάλιστα, η μείωση της βαρύτητας της ποινής και η κοινωνική επανένταξη, αποτελούν τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές της σωφρονιστικής κράτησης. Άρα, οι αλόγιστες δημόσιες κραυγές για «εξόντωση του δράστη», το μόνο που εν τέλει εξυπηρετούν, είναι να θεριεύουν την οργή της κοινωνίας οδηγώντας στην οπισθοδρόμηση και ασφαλώς στην επικράτηση πρωτόγονων ενστίκτων, όπως ακριβώς αυτό της εκδίκησης. Είναι απολύτως λογικό πως η συγχώρεση των θυμάτων (ή του περίγυρου τους) προς το θύτη δεν μπορεί να επέλθει εύκολα. Για αυτόν ακριβώς όμως τον λόγο, η εξέλιξη του κοινωνικού βίου και η ύπαρξη οργανωμένων κοινωνιών δεν επιτρέπουν να αποδίδεται η Δικαιοσύνη από τα ίδια τα θύματα, ρόλο τον οποίο αναλαμβάνουν οι θεσμοί, οι οποίοι ουσιαστικά αποτυπώνουν τις αξίες της κοινωνίας σε κανόνες, διαφυλάττοντας το απαραβίαστο τους. Και βέβαια μέγιστος στόχος δεν είναι άλλος από την απόδειξη της ποιοτικής διαφοροποίησης του κοινωνικού συνόλου από τους ίδιους τους εγκληματίες. Αν για κάτι λοιπόν θα έπρεπε να συζητάει η κοινωνία, δεν είναι το «αν τα ισόβια πρέπει να είναι ισόβια», καθώς αυτή η ερώτηση, όπως αποδεικνύεται ανωτέρω, απαντάται αυτόματα από την ίδια την φιλοσοφία ολόκληρου του σύγχρονου νομικού μας συστήματος. Μια καλύτερη συζήτηση, στην Ελλάδα του σήμερα, θα ήταν σαφώς το πώς το σωφρονιστικό μας σύστημα θα μεταλλαχτεί σε λειτουργικό, σταματώντας να γαλουχεί εγκληματίες, επιτυγχάνοντας τον πραγματικό σωφρονισμό.

Γράφει ο Ανδρέας Ε. Ταγαράκης
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω – Νομικός Σύμβουλος,
κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ποινικού Δικαίου Α.Π.Θ.