Η σκηνή μου προκαλεί ποικίλα συναισθήματα. Ελευθερία, μαγεία, τρέλα, συγκίνηση, ένταση, έκπληξη και πολλά ακόμα. Σίγουρα λοιπόν με απελευθερώνει και αυτό συνέβη από την πρώτη φορά που όταν ήμουν 9 πρωτοπάτησα σε αυτήν. Θυμάμαι ότι ενώ ήμουν ένα ήσυχο και ντροπαλό παιδί, όταν έπαιξα για πρώτη φορά αισθάνθηκα να μη με νοιάζει τίποτα παρά η ευχαρίστηση που μου προσφερόταν.
Θα έλεγα ότι είμαι φύσει αισιόδοξος. Γιαυτό όποτε με ρωτάνε αν έχω περάσει δύσκολα στη ζωή μου το πρώτο που μου έρχεται να πω είναι πως «βέβαια όχι», αλλά όταν μετά το ξανασκέφτομαι συνειδητοποιώ ότι φυσικά και έχω περάσει. Απλώς η αισιοδοξία που έχω με κάνει να τις προσπερνώ.
Δε ξέρω ακριβώς τι είναι αυτό που με βοηθάει. Μάλλον ότι από πολύ νωρίς, φιλοσόφησα την ύπαρξη μου και συνειδητοποίησα ότι τίποτα δεν είναι για να το παίρνω τόσο σοβαρά. Γιαυτό και δε τρελαίνομαι με τις κακοτοπιές. Αντίστοιχα βέβαια δε καβαλάω και καλάμια σε ενδεχόμενες επιτυχίες. Όλα με μέτρο…
Κοίταξε, επιλέγω τους ρόλους και τα κείμενα που παίζω να είναι πάντα πολύ διαφορετικά από εμένα. Η μαγεία για εμένα στη δουλειά μου είναι να φεύγω από τον εαυτό μου και την καθημερινότητα μου και να ζω άλλες ζωές και άλλες συνθήκες. Οπότε τίποτα από αυτά που έχω παίξει δεν μοιάζει με εμένα. Το κοινό με τους ρόλους μου είναι ότι τους φαντάζομαι εγώ και τους «δανείζω « και το σώμα μου!
Μεγάλες προσωπικότητες υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντα. Η εποχές διαφέρουν. Τη δεκαετία του 60 και του 70 υπήρχε μια αθωότητα στα πράγματα, ο κινηματογράφος στην Ελλάδα ήταν στα σπάργανα του και η μυθοποίηση ήταν πιο εύκολη.
Τώρα δυστυχώς περάσαμε στο άλλο άκρο, η αθωότητα τείνει να διαγραφεί από το λεξικό και η ασυδοσία του διαδικτύου και η ξερολητίδα των περισσότερων, είτε χαντακώνει είτε ευτελίζει είτε ακόμα και κάνει να φαίνονται γραφικοί, άνθρωποι που έχουν πραγματικά σπουδαίες προσωπικότητες.
Βγαίνει μία ταινία και ξαφνικά φυτρώνουν 100, 200, 500 τυχάρπαστοι που αυτοαποκαλούνται «κριτικοί» και έχουν γνώμη. Χωρίς κανένα παρελθόν, καμία περγαμηνή, καμία εξειδίκευση. Και με αυτό τον τρόπο ευτελίζουν τη δουλειά του πραγματικού κριτικού και τον κάνουν να μπαίνει στο ίδιο τσουβάλι.
Δεν υπάρχει συμβουλή. Η αγάπη και ο αλληλοσεβασμός είναι η μόνη απάντηση.
Ίσα ίσα, η κοινή ενασχόληση μας με αυτή τη δουλειά μας ενώνει ακόμα περισσότερο. Έχουμε τόσα πράγματα να μοιραστούμε, έννοιες, χαρές, απογοητεύσεις, απορίες, όνειρα.
Το πώς κρατιέται ξεκινάει από αυτό που είπα νωρίτερα, αγάπη και αλληλοσεβασμός κι από κει και πέρα μία γλυκιά καθημερινή προσπάθεια να μένει η φλόγα αναμμένη.
Αυτοί που πραγματικά νιώθουν καλλιτέχνες και αναγνωρισιμότητα να αποκτήσουν θα καταλάβουν πως πρέπει να τη διαχειριστούν,ίσως άλλοι καλύτερα, άλλοι λιγότερο.
Για τους υπόλοιπους δεν έχω καμία συμβουλή γιατί απλούστατα πιστεύω ότι δε θα τους νοιάξει να την ακολουθήσουν.
Στο θέατρο έχω παίξει πολλών ειδών έργα και ρόλους. Και φέτος είμαι σε μια εκπληκτική παράσταση, στο έργο Χάρολντ και Μοντ και ο Χάρολντ που υποδύομαι είναι ένας δραματικός χαρακτήρας με μία συγκινητική διαδρομή και ένα σπαρακτικό φινάλε.
Ο πολύς κόσμος βέβαια, λόγω της τηλεόρασης κ του κινηματογράφου που είναι πολύ πιο μαζικά θεάματα με γνωρίζει από αυτά, για τα οποία και είμαι περήφανος. Η κωμωδία εξάλλου είναι ένα απύθμενο και τρομερά ενδιαφέρον είδος που αν μάλιστα το υπηρετείς σωστά είναι και πολύ δύσκολο.
Η οικογένεια, οι φίλοι, η σύντροφός μου και οι μικρές απλές στιγμές. Ε,και επειδή είμαι και λίγο ματαιόδοξος, και λίγο χειροκρότημα τα βράδια! (Γέλια)
Αυτή τη περίοδο βρίσκομαι στο Θέατρο Νέος Ακάδημος, στο έργο Χάρολντ και Μοντ όπου με την Τάνια Τσανακλίδου υποδυόμαστε τους ομώνυμου ήρωες. Η σκηνοθεσία είναι του Σωτήρη Χατζάκη και παίζουν ακόμα ο Βασίλης Χαλακατεβάκης, η Αλεξάνδρα Παλαιολόγου, η Ελένη Βαΐτσου κ.α.
Και 12 Δεκεμβρίου περιμένω με λαχτάρα στους κινηματογράφους όλης της χώρας, τη δεύτερη μου ταινία, τον «Τσάρλι» μου. Μία σύγχρονη, βουβή ταινία που πιστεύω θα μιλήσει στην καρδιά κάθε θεατή. Τη διανομή έχει η Village.
Συνέντευξη στον Γιάννη Θεοδοσιάδη