Επικίνδυνη οδήγηση, τροχαίο ατύχημα και ποινικές συνέπειες

You are currently viewing Επικίνδυνη οδήγηση, τροχαίο ατύχημα και ποινικές συνέπειες

Με αφορμή πρόσφατο θανατηφόρο τροχαίο δυστύχημα με παράσυρση πεζής και εγκατάλειψής της από τον οδηγό του οχήματος που την παρέσυρε, σε κεντρική οδό της Θεσσαλονίκης, στον οποίον μετά την παράδοσή του ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος και προφυλακίστηκε, άνοιξε (ξανά) η συζήτηση γύρω από την εκ νέου τροποποίηση του νεοεισαχθέντος άρθρου του 290Α του Ποινικού Κώδικα, που μετρά μόλις 3 έτη εφαρμογής και ήδη έχει υποστεί 2 τροποποιήσεις προς το αυστηρότερον.

Έως την έναρξη του Νέου Ποινικού Κώδικα (Ν 4619/2019 – ισχύς από 1.7.2019), δεν υπήρχε αυτοτελής τυποποίηση του αδικήματος της επικίνδυνης οδήγησης. Έτσι, αν μεθυσμένος οδηγός παρέσυρε θανάσιμα πεζό, διωκόταν με βάση τη γενική διάταξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (άρθρο 302 ΠΚ), δηλαδή σε βαθμό πλημμελήματος (πλαίσιο ποινής: 3 μήνες έως 5 έτη φυλάκιση), και παράλληλα (για τη μέθη) και πάλι σε βαθμό πλημμελήματος με βάση τη διάταξη του άρθρου 42 του ΚΟΚ, που προβλέπει ότι: «1. Απαγορεύεται η οδήγηση κάθε οδικού οχήματος από οδηγό, ο οποίος κατά την οδήγηση του οχήματος βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος, τοξικών ουσιών ή φαρμάκων που σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσης τους ενδέχεται να επηρεάζουν την ικανότητα του οδηγού….», σύμφωνα με την οποία η ένταση της ποινής που επιβάλλεται εξαρτάται και διαβαθμίζεται ανάλογα με το ποσοστό της ανιχνευόμενης αλκοόλης στον εκάστοτε οδηγό. 

Κατά συνέπεια, ασχέτως του βαθμού ασυνειδησίας του δράστη – οδηγού, στην πράξη η ποινική διερεύνηση και αξιολόγηση της ασυνείδητης οδηγικής συμπεριφοράς, πάντα αξιολογούνταν ως ανθρωποκτονία από αμέλεια ή πρόκληση σωματικών βλαβών από αμέλεια, και η τελική τιμωρία του οδηγού εξαντλούνταν στην επιβολή ποινής φυλάκισης, σχεδόν πάντοτε με αναστολή, κάτι που πρακτικά σημαίνει ότι δεν την εξέτιε, προκαλώντας πολλές φορές, μεταξύ άλλων, και το κοινό περί δικαίου αίσθημα που έμενε τελικώς ανικανοποίητο.  

Ο Νομοθέτης επιχείρησε να λύσει τους ως άνω αναφερόμενους προβληματισμούς τυποποιώντας για πρώτη φορά την επικίνδυνη οδηγική συμπεριφορά ως αυτοτελές έγκλημα. Πιο συγκεκριμένα, όπως προείπαμε, με το Νέο Ποινικό Κώδικα (Ν. 4619/2019 προστέθηκε το άρθρο 290Α το οποίο κατά λέξη προβλέπει ότι: «1. Όποιος κατά τη συγκοινωνία στους δρόμους ή στις πλατείες: α) οδηγεί όχημα μολονότι δεν είναι σε θέση να το πράξει με ασφάλεια εξαιτίας της κατανάλωσης οινοπνεύματος ή χρήσης ναρκωτικών ουσιών ή λόγω σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης ή β) οδηγεί όχημα σε εθνικές ή περιφερειακές οδούς αντίστροφα στο ρεύμα της εκάστοτε κατεύθυνσης ή σε πεζοδρόμους, πεζοδρόμια ή πλατείες, ή οδηγεί όχημα που είναι τεχνικά ανασφαλές ή με ανασφαλή τρόπο φορτωμένο ή προβαίνει κατά την οδήγηση σε επικίνδυνους ελιγμούς ή μετέχει σε αυτοσχέδιους αγώνες, τιμωρείται, αν δεν προβλέπονται βαρύτερες κυρώσεις σε άλλες διατάξεις: αα) με φυλάκιση έως τρία (3) έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, ββ) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γγ) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ή προκάλεσε σημαντική βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις, δδ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη». 2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου οδηγεί επικίνδυνα από αμέλεια και από την πράξη του αυτή μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή». 

Με την ως άνω τυποποίηση λοιπόν, στοχεύεται η προστασία της έννομης τάξης μέσω της πρόβλεψης ξεκάθαρων και σαφώς αυστηρότερων ποινών για τις συμπεριφορές που εντάσσονται στην πραγμάτωση της επικίνδυνης οδήγησης, προβλέποντας μάλιστα δίωξη και κακουργηματικού χαρακτήρα. Με λίγα λόγια, η ουσία της διάταξης 290Α ΠΚ ουσιαστικά συνίσταται στο ότι πλέον η ποινική απαξία και διερεύνηση της επικίνδυνης οδήγησης αλλά και των τραγικών αποτελεσμάτων της, κρίνονται εν συνόλω ως αυτούσιο έγκλημα, και δεν περιορίζεται η ποινική διερεύνηση στην χρήση διατάξεων που καλύπτουν μόνο το αποτέλεσμα της με τη μορφή της αμελούς συμπεριφοράς, που όπως προελέχθη δημιουργούσε σωρεία προβληματισμών αλλά και, ενδεχομένως, μη απόδοση της πράξης στην πραγματική της βαρύτητα. 

Σήμερα διαβάζουμε ότι προτείνεται, για ακόμα μία φορά, η αναθεώρηση του άρθρου 290Α, με σκοπό να προστεθούν και άλλες δύο οδηγικές συμπεριφορές στην αξιόποινη επικίνδυνη οδήγηση. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της τροποιητικής διάταξης, «με την προτεινόμενη ρύθμιση επιχειρείται η συμπερίληψη: α) της υπερβολικής ταχύτητας, η οποία βέβαια εξαρτάται από τον τύπο του οδικού δικτύου και τον τύπο του οχήματος και β) της οδήγησης στη λωρίδα έκτακτης ανάγκης (Λ.Ε.Α.), στις περιπτώσεις εκείνες που η οδήγηση τροχοφόρου οχήματος δύναται να θέσει σε κίνδυνο ξένα πράγματα, ανθρώπινη ζωή ή ακόμα να επιφέρει ως αποτέλεσμά της, βαριά σωματική βλάβη, σημαντική βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις ή ακόμα και θάνατο. Η συγκεκριμένη προσθήκη καθίσταται αναγκαία καθώς, αφενός μεν, τα τροχαία δυστυχήματα αποτελούν την ένατη συχνότερη αιτία θανάτου παγκοσμίως και την πρώτη αιτία θανάτου για ανθρώπους ηλικίας 15 – 29 ετών, αφετέρου δε, η κυριότερη αιτία πρόκλησης τροχαίων ατυχημάτων είναι η υπερβολική ταχύτητα η οποία συμβάλλει τόσο στη σφοδρότητα της σύγκρουσης όσο και στη σοβαρότητα ενδεχόμενου τραυματισμού, συχνά και θανάσιμου». Όπως μάλιστα σημειώνεται στην αιτιολογική έκθεση, «όσο αυξάνει η ταχύτητα του οχήματος, τόσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση που απαιτείται για την ακινητοποίηση του οχήματος σε περίπτωση που γίνει αντιληπτός οποιοσδήποτε κίνδυνος. Παράλληλα, η οδήγηση οχήματος στη Λ.Ε.Α, χωρίς να υφίσταται νόμιμος λόγος χρησιμοποίησής της, στο πλαίσιο του αποκλειστικού προορισμού της, σύμφωνα με το άρθρο 29 του ν. 2696/1999 (Α’ 57) θέτει σε κίνδυνο τους για νόμιμη αιτία κινούμενους στη λωρίδα ή προσωρινά ακινητοποιημένους. Καθίσταται επομένως επιβεβλημένη, η προσθήκη των συγκεκριμένων υποπεριπτώσεων επικίνδυνης οδήγησης, προκειμένου να αντιμετωπιστούν εκείνες οι ποινικά αξιόμεμπτες συμπεριφορές οδηγών, που ενσυνείδητα υπερβαίνουν το οριζόμενο όριο ταχύτητας ή κινούνται παρανόμως επί της Λ.Ε.Α με αποτέλεσμα να θέτουν σε κίνδυνο την ιδιοκτησία, αλλά κυρίως τη σωματική ακεραιότητα των λοιπών χρηστών της οδού και προφανώς τη δική τους. Η επιλογή του μέτρου υπέρβασης των ορίων ταχύτητας κρίθηκε ως προσήκουσα, προκειμένου να επέλθει η διακινδύνευση που απαιτεί η υπόσταση της ποινικής διάταξης, σε εναρμόνιση με τη διάταξη του άρθρου 20 του ν. 2696/1999 που οριοθετεί και διαβαθμίζει κατά βαρύτητα τις διοικητικές κυρώσεις σε περίπτωση υπέρβασης των ορίων ταχύτητας τόσο στο πλαίσιο κίνησης εντός του αστικού περιβάλλοντος όσο και σε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας ή αυτοκινητόδρομους».

Επομένως, επιχειρείται προσθήκη των δύο αυτών οδηγικών συμπεριφορών, της οδήγησης με ανώτερη του επιτρεπόμενου ορίου ταχύτητας αλλά και της οδήγησης στην Λ.Ε.Α., στην περιπτωσιολογική αναφορά του άρθρου 290Α ΠΚ, και από πολλούς κρίνεται επιβεβλημένη και αναγκαία, αφού τόσο το μεγάλο ποσοστών των θανατηφόρων τροχαίων με αιτία την αυξημένη ταχύτητα, όσο και οι λοιπές συνθήκες, κάποιοι θα υποστήριζαν πως δεν αφήνουν περιθώρια άλλων λύσεων. 

Ωστόσο γεννάται η απορία, γιατί αυτές οι δύο επιμέρους συμπεριφορές δεν προστέθηκαν εξαρχής στη διάταξη του 290Α ΠΚ, δεδομένου ότι αφενός είναι μια πρόσφατη διάταξη και αφετέρου η υπερβολική ταχύτητα ως αιτία θανατηφόρων τροχαίων αποτελεί ένα διαχρονικό πρόβλημα. Η ερώτηση είναι μάλλον ρητορική. Ισοδυναμεί η υπερβολική ταχύτητα με την οδήγηση υπό την επήρεια μέθης, ναρκωτικών ουσιών ή αντικανονικά στην οδό; Βάσει της ισχύουσας ρύθμισης, ο οδηγός μόνο στην περίπτωση των αυτοσχέδιων αγώνων προβλέπει και αποδέχεται, στον ίδιο βαθμό με τις υπόλοιπες περιπτώσεις επικίνδυνης οδηγικής συμπεριφοράς, την πιθανότητα να θέσει σε κίνδυνο ξένα πράγματα, ανθρώπινη ζωή ή ακόμα να επιφέρει ως αποτέλεσμά τους, βαριά σωματική βλάβη, σημαντική βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις ή ακόμα και θάνατο. 

Το ζήτημα, όμως αν ο οποιοσδήποτε οδηγός που υπερβαίνει το όριο ταχύτητας, έχει τον ίδιο δόλο με τις υπόλοιπες οδηγικές συμπεριφορές της διάταξης 290Α ΠΚ, χρήζει αρχικώς ακόμα βαθύτερης θεωρητικής και νομολογιακής διερεύνησης, και όχι μιας αντανακλαστικής αυστηροποίησης, που φαίνεται ότι κατευθύνεται και ίσως και επιβάλλεται από τη δημοσιότητα και τις κοινωνικές αντιδράσεις, εξυπηρετώντας κατά αυτόν τον τρόπο, πιθανόν και πολιτικές σκοπιμότητες, που επωφελούνται με την ειρήνευση του κοινού περί δικαίου αισθήματος. Δεν αποτελεί σοφή και πρακτική λύση, δηλαδή, να συντελείται αυστηροποίηση των ποινών κάθε φορά που ένα θέμα απασχολεί την δημοσιότητα και εγείρει αντιδράσεις από την κοινή γνώμη. Ειδικά στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ένταξη της οδήγησης με ανώτερη των καθορισμένων ορίων ταχύτητα στην περιπτωσιολογία της διάταξης της επικίνδυνης οδήγησης του αρ. 290Α ΠΚ, ίσως αποτελεί μια θετική ρύθμιση, που μπορεί να οδηγήσει στην ασφαλέστερη κίνηση στις οδούς όλων των πολιτών και συγχρόνως στην αποφυγή τροχαίων με τα τραγικά αποτελέσματα του θανάτου αλλά και του σοβαρού τραυματισμού, από την άλλη, όμως, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως ο προσδιορισμός και κυρίως η απόδειξη της αυξημένης ταχύτητας είναι εξαιρετικά ρευστός έως δυσχερής και πιθανόν να επισύρει σωρηδόν κακουργηματικές διώξεις.

Με λίγα λόγια, στα πλαίσια του κράτους δικαίου, ο ποινικός νόμος οφείλει να λειτουργεί προληπτικά και παραδειγματικά, και όχι ευκαιριακά και εκδικητικά. Στον σύγχρονο νομικό κόσμο, η ποινική δικαιοσύνη οφείλει να διαθέτει τον ρόλο του ουδέτερου παρατηρητή, μένοντας ανεπηρέαστη, αφού μόνο έτσι μπορεί τελικώς να διαφυλάξει τα δικαιώματα όλων των κοινωνών. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως πρέπει ο ποινικός νόμος να μένει στάσιμος ανά τα χρόνια, αλλά αντιθέτως η ίδια η φύση του ορίζει πως υπάρχει για να αντιμετωπίζει τις σύγχρονες και πραγματικές συμπεριφορές που η κοινωνία δεν ανέχεται. Ωστόσο, αυτή η εξέλιξη δεν είναι μια απλή διαδικασία και δεν μπορεί πάντα να εξυπηρετεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Χρειάζεται, λοιπόν, μια βαθύτερη διερεύνηση κάθε φορά που «προκύπτει» ανάγκη αυστηροποίησης, ακόμα και ποινικοποίησης της εκάστοτε αντικοινωνικής συμπεριφοράς, ώστε να καταφέρουμε τελικά να αποφύγουμε την ικανοποίηση απλώς της ανάγκης της κοινής γνώμης για εξοντωτικές και φωτογραφικές τιμωρίες, πετυχαίνοντας παράλληλα ακόμα ένα βήμα προς την προσέγγιση της «πραγματικής δικαιοσύνης».

Γράφει ο Ανδρέας Ε. Ταγαράκης
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου ΑΠΘ,

www.tagarakis.gr