Αν υπήρχε ελληνική εκδοχή του talk show «Ο επόμενος καλεσμένος μου δεν χρειάζεται συστάσεις» με τον David Letterman, σίγουρα ο Γιώργος Πολυχρονίου θα ήταν ένας από τους πρώτους καλεσμένους. Κορυφαίος ραδιοφωνικός παραγωγός, παρουσιαστής που άφησε το στίγμα του στην Ελληνική τηλεόραση, λάτρης της μουσικής και του ωραίου φύλου, είναι πάνω απ’ όλα ένας ωραίος τύπος. Ένας τύπος ροκ εν ρολ. Ένας συνομιλητής που μπορείς να ακούς με τις ώρες. Ακολουθούν κάποια απ’ όσα μας είπε για τον έρωτα με το πρώτο άκουσμα που ένιωσε για τη μουσική, την πλούσια καριέρα του, τον Michael Jackson.
Ποια ήταν η πρώτη επαφή του Γιώργου Πολυχρονίου με τη μουσική; Πότε και πως κολλήσατε το “μικρόβιο”;
Ήμουν μόλις 5 ετών, τη σκηνή τη θυμάμαι σα να έγινε χθες. Ήταν μία συγκλονιστική στιγμή. Ειδικά τώρα στην καραντίνα, δεν έχω τι να κάνω και μετράω. Είναι λοιπόν ένα από τα 23 highlights της ζωής μου και μάλιστα το πρώτο σε χρονική σειρά. Μπορεί να είναι όμως και το κορυφαίο! Άντε να το υπερφαλαγγίζει το highlight της γέννησης της κόρης μου ή της εγγονής μου. Ο ξάδερφος μου, Στέλιος, μάζεψε στο σπίτι τους φίλους του, παιδιά 17, 18 ετών εκείνοι. Κι ενώ εγώ έπαιζα στον κήπο με την αδερφή μου, ξαφνικά ακούω: «Wop bop a loo bop a lop bom bom. Tutti frutti». Και μετά: «One, two, three o’clock, four o’clock, rock». Τα ροκ εν ρολ της εποχής. Και παθαίνω σοκ! Ήταν το πρώτο τράνταγμα που ένιωσα στα σωθικά μου, στον οργανισμό μου. Ήταν και ο πρώτος μου έρωτας!
Η δεύτερη επαφή ήταν λίγο πιο μετά. Επίσκεψη σε ένα θείο του μπαμπά, που έμεινε στο Παγκράτι. Ακριβώς δίπλα στην είσοδο του σπιτιού βρισκόταν ένα μαγαζί που πουλούσε ηλεκτρικά είδη. Στην οροφή της βιτρίνας, η οποία είχε κατσαρόλες, ψυγεία, πλυντήρια, σταμπάρισα κάτι δισκάκια που κρέμονταν. Καμία δεκαριά ήταν, με κορδονάκια δεμένα. Θαμπώθηκα. Λες και έβλεπα μία γυμνή γυναίκα, να περπατάει στο δρόμο φορώντας μόνο τις γόβες της. Με τραβούσαν οι γονείς μου: «Έλα, πάμε Γιωργάκη». Ακούω ακόμα τη φωνή της μαμάς. Φύγαμε αλλά εγώ είχα κολλήσει στη “γυμνή γκόμενα”. Μου έμεινε στο μυαλό, στην καρδιά. Πέρασε ένα διάστημα και μία Κυριακή μεσημέρι, επωφελούμενος την απουσία του μπαμπά που πήγαινε τις Κυριακές στο γήπεδο να δει τον Παναθηναϊκό, κατάφερα να φύγω κρυφά από το σπίτι. Μικρό παιδί, με τα πόδια τρέξιμο του κερατά, από τον Υμηττό να πάω στο Παγκράτι 2-3 χιλιόμετρα μακριά. Απλά για να δω τους δίσκους: Columbia, Dot, Decca, Durium, δεν μπορούσα να δω καλά τα γράμματα που αφορούσαν τον τίτλο του τραγουδιού, έβλεπα όμως τις δισκογραφικές εταιρείες. Μιλάμε για τρομερό έρωτα.
Μετά, στη δεκαετία του ‘60 πια, στα 7 μου χρόνια, όλο το χαρτζιλίκι πήγαινε σε δίσκους. Θυμάμαι έπαιρνα Elvis Presley αλλά και κάτι άλλα, Frankie Avalon, Connie Francis, ότι μου έδιναν οι πωλητές. Όντας φοβισμένο ντροπαλό παιδί μίας συντηρητικής κοινωνίας, σε ένα πειθαρχημένο περιβάλλον, δεν είχα την ευχέρεια να πω «όχι, δεν θέλω αυτά, θέλω τα δικά μου».
Άρχισα λοιπόν να μαζεύω δίσκους μανιωδώς. Μπορεί να έλειπαν οι δικοί μου Σαβ/κο και να μου άφηναν χρήματα για φαγητό αλλά εγώ να έμενα νηστικός. Δεν έτρωγα τίποτα, κρατούσα τα χρήματα και πήγαινα στο Μοναστηράκι να πάρω μεταχειρισμένα 45άρια. Το αποκορύφωμα ήταν, στα 10 περίπου, η δημιουργία του πρώτου μου πειρατικού σταθμού, μαζί με τον ξάδερφό μου τον Στέλιο.
Πως προέκυψε το “πειρατικό”;
Ξεκίνησε γιατί ήταν μόδα. Το ραδιόφωνο στην Ελλάδα έγινε μόδα δύο φορές. Η πρώτη ήταν με τους πειρατικούς σταθμούς στα μεσαία και η δεύτερη με την ύπαρξη των πρώτων ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών, με την ελεύθερη ραδιοφωνία το ’87. Έκτοτε, δεν ξανάγινε μόδα το ραδιόφωνο. Σήμερα δεν είναι και στα καλύτερά του, λόγω του απίστευτου συστήματος των playlists που επιβάλλουν κάποιοι σε κάποιους, με αποτέλεσμα το ραδιόφωνο να γίνεται τυπικό, εντελώς αντιπαρεΐστικο, αντιεπικοινωνιακό, αντιατμοσφαιρικό. Πως μπορεί ο κόσμος, να ακούει ραδιόφωνο γνωρίζοντας πως θα ακούσει το συγκεκριμένο τραγούδι επτά φορές μες το πρόγραμμα; Αυτού του είδους το ραδιόφωνο, δεν με ενδιαφέρει. Το ραδιόφωνο είναι κατ’ εξοχήν παρεΐστικο, επικοινωνιακό, ανθρώπινο, σεξουαλικό – δεν το λέω πονηρά, αναφέρομαι στη σέξι φωνή, στο άγχος της επαφής του ακροατή με τον εκφωνητή. Το γεγονός πως όλα αυτά τα στοιχεία λείπουν, το κάνουν αποκρουστικό σε μένα.
Έφηβος πια, πως μπορούσατε να παρακολουθείτε τις μουσικές εξελίξεις, να έχετε πρόσβαση σε δίσκους με τις τελευταίες επιτυχίες;
Οι πρώτες μουσικές επιρροές ήρθαν μέσω του σταθμού της Αμερικανικής βάσης της Γλυφάδας. Τον οποίο δεν άκουγα μόνο στο σπίτι μου. Επειδή ήμουν και κωλόφαρδος και είχαμε ένα εξοχικό σπίτι στη Νέα Μάκρη, άκουγα και τον εκεί τοπικό σταθμό, που έκανε αναμετάδοση από τον αντίστοιχο της Γλυφάδας. Ήταν χαμηλής εμβέλειας, μόνο για να εξυπηρετεί όσους βρίσκονταν στη βάση. Οι Αμερικανικοί σταθμοί έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη διάδοση της δυτικής μουσικής σε όλο τον κόσμο. Σε όλες τις χώρες που αποτελούσαν συμμάχους των ΗΠΑ και υπήρχαν βάσεις. Βλέπεις, όταν ερχόταν η ώρα της μετάθεσης, οι Αμερικανικές οικογένειες έκαναν εκποιήσεις, πουλούσαν όλα τα πράγματά τους. Έτσι παίρναμε φθηνά βινύλια και κάπως έτσι έφτιαξε τη δισκοθήκη του ο “G-Poly”. Όλη η νεολαία άκουγε τον Αμερικάνικο σταθμό. Ήταν μόδα της εποχής. Πολύ μεγάλη μόδα. Στα μεσαία ήταν ακόμα. Πιο μετά βγήκαν οι πειρατικοί σταθμοί που έδωσαν μεγάλη ώθηση στο ραδιόφωνο. Άλλωστε τότε ακόμα, δεν υπήρχε η τηλεόραση στην Ελλάδα.
Άρα σε κάθε χρονικό σημείο, η μουσική αποτελεί σημείο αναφοράς. Το ίδιο και στις σπουδές στο Λονδίνο. Όμως επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εργαστήκατε σε τράπεζα, κάνατε αθλητικές μεταδόσεις, τελικά πόσο κοντά ήσασταν στο να ακολουθήσετε μία διαφορετική καριέρα και να μη γίνετε ο Γιώργος Πολυχρονίου που ξέρουμε;
Δεν σου κρύβω, όταν γύρισα πραγματικά έχασα χρόνια. Επιστρέφοντας από τις σπουδές μου, είχα ηθική υποχρέωση να ανταμείψω τα έξοδα του μπαμπά την τετραετία που ήμουν στο Λονδίνο. Είχε ένα διαγωνισμό πρόσληψης υπαλλήλων στην Εθνική Τράπεζα, αποφάσισα να δώσω εξετάσεις. Χωρίς να με ενθουσιάζει η προοπτική, ένιωθα υποχρεωμένος να το κάνω. Και το έκανα. Παράλληλα, ήμουν και καθηγητής αγγλικών σε φροντιστήριο αλλά συνέχιζα να κάνω κι εκπομπές, από τον πειρατικό Geronimo Groovy. Είμαι και λίγο εγωιστής, λίγο ντροπαλός, δεν χτύπαγα πόρτες. Μου έκαναν όμως μία πρόταση, να κάνω ένα πιλότο στη δισκογραφική εταιρεία “Lyra”, που είχε και την αντιπροσωπεία της Warner στην Ελλάδα. Την πήρα τη δουλειά και έγινα ο εκφωνητής της στο κρατικό ραδιόφωνο. Τότε υπήρχαν πληρωμένες δισκογραφικές εκπομπές στο κρατικό ραδιόφωνο. Μετά από πλειοδοτικό διαγωνισμό, οι εταιρείες δίσκων εξασφάλιζαν χρόνο στον “αέρα” για να παίζουν εκεί οι νέες τους κυκλοφορίες. Αυτή ήταν αν θέλεις η πρώτη μου επίσημη, ραδιοφωνική δραστηριότητα. Όμως το γεγονός πως ήμουν τραπεζικός υπάλληλος, σε αυτά τα χαμένα χρόνια, είχε ως αποτέλεσμα να χάσω την επαφή, να μην έχω την άκρως επαγγελματική δραστηριότητα σε ότι αφορούσε στη μουσική. Το έκανα από τρέλα, σαν ένα είδος χόμπι. Δεν είχα σκεφτεί ακόμα ότι θα μπορούσε να γίνει η βασική μου δουλειά.
Πως και έγινε λοιπόν;
Έγινε γιατί ερχόταν η μία πρόταση μετά την άλλη. Από την τράπεζα έπαιρνα 7μιση χιλιάδες δραχμές το μήνα. Την ίδια ώρα, είχε υπογράψει συμβόλαιο με τη CBS Records, όπου αξιοποιούσαν τη φωνή μου και μου έδιναν τότε 50 χιλιάδες το μήνα. Ώσπου με προσεγγίζει ο διευθυντής της εταιρείας και μου προτείνει να αφήσω την τράπεζα όπου δούλευα 8-3.30 κάθε μέρα και να γίνω μόνιμος υπάλληλος της CBS. Με 250 χιλιάρικα το μήνα! Τι να έλεγα; Αποφάσισα κρυφά από τον πατέρα μου να φύγω. Ο πρώτος μου τίτλος ήταν Marketing Director – άλλωστε marketing είχα σπουδάσει στην Αγγλία. Το έμαθε ένα χρόνο μετά όταν βρέθηκε στα κεντρικά όπου εργαζόμουν και του είπαν πως είχα φύγει προ πολλού.
Και ποια ήταν η αντίδραση;
Ήταν συμπαθητική. Τον κατάφερε η μάνα μου: «Αφού βλέπεις ότι ο γιος μας, από μικρός, είναι αφιερωμένος σε αυτό. Γι’ αυτό είναι γεννημένος». Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτές τις φοβερές λέξεις της μάνας μου, τις οποίες τις υιοθετώ. Όλοι κατεβαίνουμε για ένα σκοπό. Το θυμάμαι και σχεδόν δακρύζω.
Κι από τη μουσική, πως προέκυψε η τηλεόραση;
Όταν έχεις καλό πόστο Πάνο μου, κι έχεις και κάποιες ικανότητες, έχεις δύο τεράστια ατού για να κάνεις καριέρα. Ξέρεις τι σήμαινε τότε πόστο σε μία δισκογραφική εταιρεία; Μεγάλη δύναμη. Όλοι αγόραζαν δίσκους και κασέτες. Τότε, ακόμα και με το μικρότερο χαρτζιλίκι, ξοδευόταν σε δίσκους. Τώρα, είναι άλλες οι προτεραιότητες. Μου ήρθε λοιπόν η πρόταση από την τηλεοπτική παραγωγό Άννα Πρετεντέρη. Ήταν φίλη μου, όπως και ο σκηνοθέτης Μεγακλής Βιντιάδης. Κάναμε παρέα, έβλεπε πως ήμουν ικανός. Και παράλληλα με τη δουλειά στις δισκογραφικές, μου έδωσε πολλούς πόντους το ραδιόφωνο. Κυρίως η ιστορική εκπομπή για το ελληνικό ψυχαγωγικό ραδιόφωνο, το «Μαύρο Βελούδο». Ήταν η δημοφιλέστερη εκπομπή στο μουσικό ραδιόφωνο της χώρας. Με 60% ακροαματικότητα, σε έναν πολύ ανταγωνιστικό 984, που είχε πολλά μεγάλα ονόματα: Νίκο Χατζηνικολάου, Γιώργο Μητσικώστα, Λάκη Λαζόπουλο, Σταμάτη Κραουνάκη, Άγγελο Πυριόχο, Μιχάλη Τσαουσόπουλο. Πρώτη εκπομπή όμως, ήταν το «Μαύρο Βελούδο», 9 με 10 το βράδυ. Ήμουν τόσο δημοφιλής που υπήρχαν σκετς σε θεατρικές παραστάσεις με θέμα το σλόγκαν μου, το: «come on baby». Μου πρότεινε λοιπόν η Άννα να κάνω τον πιλότο για τον «Τροχό της Τύχης». Είχα πολλούς ανταγωνιστές. Τον Αντώνη Καφετζόπουλο, τον Τσαουσόπουλο, συνολικά 12 υποψήφιοι και διάλεξαν εμένα. Έτσι ξεκίνησε η τηλεοπτική μου ιστορία. Το αστείο είναι πως μου είχε τηλεφωνήσει το προηγούμενο βράδυ η Πρετεντέρη, να βεβαιωθεί πως θα πάω. Αλλά και ο Βιντιάδης με πήρε τηλέφωνο, από το Μαρόκο που βρισκόταν για ένα video clip για την Άννα Βίσση, για το άλμπουμ “Φωτιά”. Ήξεραν πως μιλούσα γρήγορα, είχα καλή άρθρωση, καλούτσικά ελληνικά, ήμουν… Αμερικανάκι σε στιλ, καλό παιδί, καθαρό πρόσωπο, ξέρεις μετράνε αυτά στον τηλεθεατή.
Παρότι η εικόνα του παρουσιαστή με κουστούμι ίσως δεν ταίριαζε στον G-Poly, δεν μπήκατε απλά για τα καλά στο πετσί του ρόλου αλλά δείξατε το δρόμο σε ότι αφορούσε στην παρουσίαση. Πόσο δύσκολο ήταν να φέρεται το ρόλο του παρουσιαστή στα δικά σας μέτρα;
Είναι αλήθεια αυτό, πολύ σωστή ερώτηση. Πιστεύω πως οποιοσδήποτε κάνει μία εκπομπή, στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, οποιουδήποτε αντικειμένου, πρέπει να είναι ο εαυτός του! Εγώ λοιπόν, ήμουν ο εαυτός μου. Κι όπως θα έχεις καταλάβει κι εσύ από τη κουβέντα μας και όσο με γνωρίζεις, δειγματοληπτικά αυτά τα χρόνια, δεν είμαι άνθρωπος με διπλή προσωπικότητα. Γενικά, δεν είμαι των άκρων. Ούτε των επεισοδίων αλλά ούτε και της υπερβολικής ησυχίας. Να το πω και μουσικά, δεν είμαι ούτε του heavy metal αλλά ούτε και του… Μεγάρου. Είμαι αληθινός, απλός, ο καλαμπουρτζής, το πειραχτήρι, ο αισιόδοξος τοξότης, ο τρελούτσικος, ο γκομενιάρης, ο σκεπτόμενος, ο αγαπησιάρης. Αυτός είμαι. Με ξέρουν τώρα πια, είμαι μία περίεργη συνταγή.
Επειδή αυτό το αυθεντικό πακέτο ο κόσμος το αγάπησε, σήμερα, θα σας ενδιέφερε ένα come back στην τηλεόραση;
Είμαι μεγάλος πια, δεν έχω κουράγιο. Είμαι 129 ετών!
Μπορεί το κεφάλαιο τηλεόραση να έκλεισε λοιπόν αλλά το κεφάλαιο μουσική δεν κλείνει ποτέ. Συνεχίζετε εκπομπές. Το κάνετε με το ίδιο κέφι;
Δεν με βοηθάει και η φωνή μου, όπως ακούς, έχει γίνει σα του Μαστοράκη. Βραχνή… (γέλια). Όμως κάνω την εκπομπή μου με πολύ κέφι, πολλή αγάπη, ζωντάνια και συναίσθημα. Όπως παλιά. Βέβαια είμαι πτώμα μετά και καλώ το… ασθενοφόρο, να με πάει σπίτι.
Όταν ξεκινήσαμε την κουβέντα μου είπατε πως η μουσική είναι έρωτας για εσάς. Είναι ερωτική και η σχέση με το αθέατο κοινό;
Ναι, φυσικά. Τους αγαπάω όλους και δεν σου κρύβω πως με επηρεάζουν πολύ θετικά. Γιατί όπως ξέρεις και η Μαρινέλλα και η Αλεξίου και ο Νταλάρας αλλά και οι νεαροί σε ηλικία τραγουδιστές, όλοι χρειάζονται το χειροκρότημα. Το έχουν ανάγκη, συναισθηματικά. Και ψυχολογικά. Έτσι κι εμείς. Ένα μήνυμα. Μέσω e mail, στο chat room του σταθμού, στη μουσική μου σελίδα «G-Poly Show» ή στο facebook. Δεν έχει σημασία η ηλικία, η εμπειρία, τα χρόνια που κάνεις ραδιόφωνο, τα χρόνια που τραγουδάς ή πόσα χρόνια παίζεις στο θέατρο. Εφόσον έχεις αυτό το θεϊκό προνόμιο να απευθύνεσαι σε κόσμο, το χειροκρότημα το χρειάζεσαι για να ανεβαίνεις και να αποκτάς ψυχολογία.
Έχετε μία σχεδόν αδιανόητη μουσική συλλογή, με περίπου 80.000 δίσκους βινυλίου και 40.000 cd. Από όλα αυτά, ποια είναι τα 3 που ξεχωρίζετε;
To πιο ξεχωριστό είναι εκείνο που σου ανέφερα στο ξεκίνημα της συζήτησής μας και με ώθησε στη μουσική. Του Little Richard που πέθανε φέτος. Ήταν ο πρώτος rock n roller αλλά επειδή ήταν μαύρος, δεν μπορούσαν να τον αποδεχθούν οι Αμερικανοί. Τότε ο ρατσισμός ήταν πολύ έντονος. Εκείνος λοιπόν ο δίσκος, με τίτλο “Here’s Little Richard”, είναι εκείνος που θα προσπαθούσα πρώτο να περισώσω από τη συλλογή μου. Επίσης το ορίτζιναλ άλμπουμ “Jailhouse Rock” αλλά και το “Christmas Album” του Elvis Presley που είναι επίσης ορίτζιναλ και τώρα έχει αξία περίπου δύο χιλιάδες δολάρια. Όχι λόγω της χρηματικής τους αξίας αλλά επειδή τα έχω αγαπήσει.
Συμφωνείτε πως… το βινύλιο είναι αλλιώς; Είστε από τους ρομαντικούς;
Ασφαλώς! Κατ’ αρχήν είναι καλύτερο ντεκόρ! Είναι πολύ πιο ωραίο να έχεις μία δισκοθήκη με βινύλια στο σαλόνι σου, παρά με cd που είναι και πιο δύσκολο να τα βρεις! Να σου πω και μία ακόμα λεπτομέρεια. Το βινύλιο, επειδή είναι μεγάλο και με μεγάλα γράμματα, μπορεί κι ένας ηλικιωμένος να διαβάσει όλα τα γράμματα. Ενώ στο cd, χρειάζεσαι οπωσδήποτε μεγεθυντικό φακό. Αλλά αυτό που έχει περισσότερη σημασία είναι το συναισθηματικό μέρος. Εγώ το δίσκο ερωτεύτηκα.
Έχετε συναντήσει σπουδαία ονόματα του χώρου. Ποια ήταν η σπουδαιότερη προσωπικότητα που γνωρίσατε από κοντά;
Ο Michael Jackson. Κάναμε την απονομή του πλατινένιου δίσκου του, σε ένα ξενοδοχείο στη Ρώμη, λίγες ώρες πριν συναυλία του. Τότε είχαμε πάει και λίγο προκατειλημμένοι. Μας είχαν τρομάξει, πως ο “βασιλιάς” δεν αγγίζει ανθρώπους γιατί φοβάται τα μικρόβια. Όμως αντί αυτών των συστάσεων και πληροφοριών, είδαμε έναν απλό άνθρωπο. Ένα πολύ απλό παιδί, γλυκύτατο, ευγενικό και χαμογελαστό. Αυτό μου έκανε εντύπωση.
Τι είναι η μουσική για τον Γιώργο Πολυχρονίου;
Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: όλη μου η ζωή! Όπως έλεγε η μαμά μου, γεννήθηκα για αυτό. Από μικρό παιδί, έβαζα τους δίσκους, χόρευα, μάθαινα τους στίχους, ήμουν γεννημένος για τη μουσική.
Συνέντευξη στον Γιάννη Θεοδοσιάδη & Πάνο Σεϊτανίδη