Τις τελευταίες ημέρες την επικαιρότητα απασχόλησε έντονα ένα ακόμα τραγικό περιστατικό ληστείας, που κατέληξε στη θανάτωση του δράστη αυτής από το παρολίγο θύμα της ληστείας. Και ναι μεν η κρίση περί του τι πραγματικά συνέβη αποτελεί αποκλειστική και κυρίαρχη αρμοδιότητα των δικαστηρίων, που ελπίζουμε ότι θα βασίζεται σε μια διεξοδική και λεπτομερή διερεύνηση της εν λόγω (όπως και κάθε) υπόθεσης, βάσει της αποδεικτικής διαδικασίας. Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει το τι είναι η «κατάσταση άμυνας» και, κυρίως, ποια τα όρια αυτής:
Πρώτα – πρώτα, η κατάσταση άμυνας προβλέπεται στο άρθρο 22 του Ποινικού μας Κώδικα, που αυτολεξεί ορίζει ότι: «1. Δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε κατάσταση άμυνας. 2. Άμυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθεμένου στην οποία προβαίνει το άτομο προς υπεράσπιση του εαυτού του ή άλλου από παρούσα και άδικη επίθεση που στρέφεται εναντίον τους. 3. Το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από τον βαθμό επικινδυνότητας της επίθεσης, από το είδος της προσβολής που απειλείται, από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και από τις υπόλοιπες περιστάσεις.»
Αρχικά λοιπόν παρατηρούμε πως η κατάσταση άμυνας αποτελεί έναν από τους λόγους άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης, πράγμα που ουσιαστικά σημαίνει πως πράξη η οποία τελείται σε κατάσταση άμυνας, δεν κρίνεται ως τελικά άδικη, με βάση όμως αυστηρές αντικειμενικές προϋποθέσεις περί του χαρακτηρισμού μιας κατάστασης ως άμυνας. Λόγος για κατάσταση άμυνας γίνεται όταν υπάρχει ήδη μία άδικη και παρούσα επίθεση κατά των εννόμων αγαθών ενός ατόμου, το οποίο, για την διασφάλιση αυτών, προβαίνει στην προσβολή εννόμου αγαθού του επιτιθέμενου. Η προσβολή ωστόσο αυτή από την πλευρά του «αμυνόμενου» θα πρέπει να κρίνεται ως μονόδρομος προς την προστασία του εαυτού του και των εννόμων αγαθών τα οποία ήδη πλήττονται από μια υφιστάμενη και ενεργή εγκληματική συμπεριφορά.
Αντίθετα, η άμυνα δεν μπορεί να καλύψει πράξεις του αμυνόμενου που ξεπερνούν ένα αντικειμενικό μέτρο, το οποίο κρίνεται κατά περίπτωση από το αρμόδιο δικαστήριο, αφού συνυπολογίσει τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελείται η επίθεση που δέχεται ο αμυνόμενος, τον βαθμό επικινδυνότητας της, τον τρόπο και την ένταση αυτής, το είδος της προσβολής κ.α.
Είναι, δηλαδή, η άμυνα μια κατάσταση προάσπισης των ίδιων συμφερόντων του ατόμου, το οποίο «παίρνει το νόμο στα χέρια του» στον βωμό της άκρατης προστασίας των ατομικών του αξιώσεων;
Εδώ, οφείλουμε να σημειώσουμε πως η άμυνα αποτελεί δικαίωμα, με βάση το δικαϊκό μας σύστημα, που αίρει τον άδικο χαρακτήρα μιας πράξης. Γι’ αυτό και η διερεύνηση και η περιγραφή της, δεν μπορεί να αρκείται σε μια απλοϊκή προσέγγιση. Επισημαίνουμε, εδώ, πως τόσο η θεωρία όσο και οι αποφάσεις των Δικαστηρίων της χώρας μας, δέχιονται πως η εκδήλωση της άμυνας, δηλαδή η ενεργητική δράση του αμυνόμενου απέναντι στην υφιστάμενη άδικη επίθεση που δέχεται εναντίον κάποιου προσωπικού του έννομου αγαθού, δεν έχει μόνο ατομοκεντρικό χαρακτήρα, με την μορφή της προστασίας του εννόμου αγαθού του αμυνόμενου, αλλά ουσιαστικά αποτελεί παράλληλα προάσπιση της ακεραιότητας της έννομης τάξης, η οποία πλήττεται βίαια αλλά και αναίτια, πρώτα και κύρια από την άδικη πράξη – επίθεση στην οποία επιδίδεται ο επιτιθέμενος. Και αυτό γιατί η ίδια η άδικη- εγκληματική πράξη κατά κανόνα εκφεύγει από τα καθορισμένα με τον ποινικό νόμο όρια της έννομης τάξης, διαταράσσοντας την ομαλότητα αυτής, διατάραξη στην οποία απαντάει η ποινική κύρωση.
Η άμυνα, ωστόσο, εμφανίζεται πολύ πριν την κύρωση, άρα στο πρώτο στάδιο της απόκρουσης της άδικη πράξης, με αποτέλεσμα η ίδια η φύση του δικαίου να είναι εκείνη που ουσιαστικά επιτάσσει την ενεργή απόκρουση αυτής της εγκληματικής συμπεριφοράς. Και ναι μεν μόνο το κράτος δικαιούται στην αντιμετώπιση της εγκληματικής επίθεσης από τις αστυνομικές αρχές, από το πλέον δηλαδή αρμόδιο προς τούτο όργανο της πολιτείας, πλην, όμως, δεν πρέπει να λησμονούμε πως η αστυνομία δεν γίνεται να είναι πάντα και παντού παρούσα. Εδώ ακριβώς ξεκινάει το δικαίωμα του αμυνόμενου να δράσει έναντι του αδίκου. Με άλλα λόγια, η δράση του αμυνόμενου με την μορφή της αναγκαίας προσβολής εννόμου αγαθού του επιτιθέμενου, επιτάσσεται από το ίδιο το δίκαιο, αφού με τον τρόπο αυτό προκρίνεται μια ουσιαστική και άμεση προστασία τόσο του ίδιο του αμυνόμενου όσο και την έννομης τάξης γενικά. Βεβαίως, το μέτρο της «νόμιμης» άμυνας, δηλαδή η βλάβη που προκαλεί ο αμυνόμενος στον επιτιθέμενο για την οποία θα αρθεί ο άδικος χαρακτήρας, κρίνεται ως παραπάνω περιγράψαμε, με αντικειμενικά κριτήρια από τα δικαστήρια μας, το οποία και εν τέλει κρίνουν αν η πράξη στην οποία επιδόθηκε ο αμυνόμενος είναι θεμιτή ή μη, και άρα τελικά άδικη ή μη, αλλά και το μέγεθος του αξιοποίνου αυτής στην πρώτη περίπτωση. Αυτή βεβαίως η ανά περίπτωση εξέταση με αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις των δεδομένων αυτών που θα δικαιολογούν μια αμυντική πράξη, είναι ακριβώς εκείνο το στοιχείο το οποίο διαφυλάσσει την έννομη τάξη από τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε μια άνευ όρων δικαιολόγηση άκρατων εκφράσεων βίας εκ μέρους των αμυνόμενων, η οποία σαφώς θα οδηγούσε στην αθέμιτη αυτοδικία. Καταλήγοντας, λοιπόν, όλα όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, μας οδηγούν πως η «συνείδηση άμυνας» σε ένα σύγχρονο δικαϊκό σύστημα, με άλλα λόγια η αντίδραση των πολιτών απέναντι στην άδικη και εγκληματική δράση, αποτελεί ένα ακόμα στοιχείο, επιπλέον αλλά και προ των κυρώσεων, το οποίο δημιουργεί φραγμούς και δισταγμούς ως προς την τέλεση άδικων επιθέσεων. Γίνεται όμως από την άλλη μεριά αντιληπτό, πως τα όρια νόμιμης έκφρασης αυτής ακροβατούν συχνά με την εκδήλωση μιας υπέρμετρης βίας, η οποία πολλές φορές καταλήγει στο αποτέλεσμα της τελικής προσβολής από τον αμυνόμενο «ανωτέρου» εννόμου αγαθού του επιτιθέμενου συγκριτικά με αυτό το έννομο αγαθό που αρχικά δέχθηκε την προσβολή. Ακόμα όμως και η προσβολή αυτή «σημαντικότερου» εννόμου αγαθού του επιτιθέμενου (π.χ. ζωή) σε σχέση με το προσβληθέν αγαθό του αμυνόμενου (π.χ. περιουσία), δύναται εν τέλει να κριθεί πως συνιστά νόμιμη άμυνα, αφού η συνολική αξιολόγηση των περιστάσεων είναι αυτή που θα οδηγήσει στην διάγνωση του «αναγκαίου μέτρου» αυτής, η οποία και θα αποτελεί μονόδρομο. Το δικαίωμα της άμυνας αποτελεί μορφή έκφρασης ελευθερίας και αντίστασης απέναντι στο «άδικο», το οποίο, ως δικαίωμα, δύναται να ασκηθεί τόσο ορθώς όσο και παρανόμως. Και εδώ, βέβαια, μια είναι η απάντηση και η λύση την οποία οφείλει να προκρίνει ένα σύγχρονο κράτος δικαίου προς την επίτευξη της ορθής εφαρμογής των δικαιωμάτων εκ μέρους των πολιτών. Και αυτή δεν είναι άλλη από την παιδεία.
Γράφει ο Ανδρέας Ε. Ταγαράκης
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου ΑΠΘ,
www.tagarakis.gr